ἐναποσφάττω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(big3_14)
(11)
 
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[degollar]] en v. pas. μόνους ἐναποσφάττεσθαι τοὺς πένητας I.<i>BI</i> 4.379.
|dgtxt=[[degollar]] en v. pas. μόνους ἐναποσφάττεσθαι τοὺς πένητας I.<i>BI</i> 4.379.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐναποσφάττω]] (AM)<br />[[σφάζω]], [[σκοτώνω]] επί τόπου, [[αμέσως]] (χρησιμοπ. [[κυρίως]] το παθ. [[ἐναποσφάττομαι]]).
}}
}}

Latest revision as of 07:08, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 828] dabei abschlachten, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποσφάττω: ἀποσφάττω, ὁ μὲν οὖν ἐν ὄψει φονευθεῖσιν ἐναπεσφάγη τοῖς παισὶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 13, 1.

Spanish (DGE)

degollar en v. pas. μόνους ἐναποσφάττεσθαι τοὺς πένητας I.BI 4.379.

Greek Monolingual

ἐναποσφάττω (AM)
σφάζω, σκοτώνω επί τόπου, αμέσως (χρησιμοπ. κυρίως το παθ. ἐναποσφάττομαι).