προσαντέχω: Difference between revisions

(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosantecho
|Transliteration C=prosantecho
|Beta Code=prosante/xw
|Beta Code=prosante/xw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hold out against still longer</b>, τοῖς κατὰ γῆν ἔργοις <span class="bibl">Plb.16.30.5</span>; cf. <b class="b3">προσαντίσχω</b>.</span>
|Definition=[[hold out against still longer]], τοῖς κατὰ γῆν ἔργοις Plb.16.30.5; cf. [[προσαντίσχω]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0750.png Seite 750]] (s. ἔχω) noch mehr, länger dagegen aushalten, widerstreben, absolut, Pol. 11, 21, 4, u. τινί, 16, 30, 5, vgl. 32, 23, 1.
}}
{{elru
|elrutext='''προσαντέχω:''' [[продолжать держаться]] (против чего-л.), выдерживать (что-л.), оказывать сопротивление (τινί Polyb.).
}}
{{ls
|lstext='''προσαντέχω''': [[ἀντέχω]] κατά τινος, τοῖς κατὰ γῆν ἔργοις ἕως μέν τινος προσαντεῖχον εὐψύχως Πολύβ. 16. 30, 5·. ἀπολ., βραχὺ προσαντισχόντες ἔκλιναν ὁ αὐτ. 11. 21, 4· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσαν[τ]έχειν· προσκεῖσθαι».
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἀντέχω]]<br />[[αντιστέκομαι]] [[ακόμη]] πιο πολύ.
}}
}}

Latest revision as of 11:33, 25 August 2023

English (LSJ)

hold out against still longer, τοῖς κατὰ γῆν ἔργοις Plb.16.30.5; cf. προσαντίσχω.

German (Pape)

[Seite 750] (s. ἔχω) noch mehr, länger dagegen aushalten, widerstreben, absolut, Pol. 11, 21, 4, u. τινί, 16, 30, 5, vgl. 32, 23, 1.

Russian (Dvoretsky)

προσαντέχω: продолжать держаться (против чего-л.), выдерживать (что-л.), оказывать сопротивление (τινί Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προσαντέχω: ἀντέχω κατά τινος, τοῖς κατὰ γῆν ἔργοις ἕως μέν τινος προσαντεῖχον εὐψύχως Πολύβ. 16. 30, 5·. ἀπολ., βραχὺ προσαντισχόντες ἔκλιναν ὁ αὐτ. 11. 21, 4· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσαν[τ]έχειν· προσκεῖσθαι».

Greek Monolingual

Α ἀντέχω
αντιστέκομαι ακόμη πιο πολύ.