πρωτόζευκτος: Difference between revisions

(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protozefktos
|Transliteration C=protozefktos
|Beta Code=prwto/zeuktos
|Beta Code=prwto/zeuktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">newly married</b>, EM17.54.</span>
|Definition=πρωτόζευκτον, [[newly married]], EM17.54.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0805.png Seite 805]] zuerst zusammen od. ins Joch gespannt, E. M.
}}
{{ls
|lstext='''πρωτόζευκτος''': -ον, ὁ νεωστὶ εἰς γάμον ἐλθών, Ἐτυμολ. Μέγ. 17. 56.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που [[μόλις]] παντρεύτηκε ή αυτός που παντρεύτηκε για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζευκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:44, 25 August 2023

English (LSJ)

πρωτόζευκτον, newly married, EM17.54.

German (Pape)

[Seite 805] zuerst zusammen od. ins Joch gespannt, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόζευκτος: -ον, ὁ νεωστὶ εἰς γάμον ἐλθών, Ἐτυμολ. Μέγ. 17. 56.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που μόλις παντρεύτηκε ή αυτός που παντρεύτηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ζευκτός (< ζεύγνυμι)].