φορά

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορά Medium diacritics: φορά Low diacritics: φορά Capitals: ΦΟΡΑ
Transliteration A: phorá Transliteration B: phora Transliteration C: fora Beta Code: fora/

English (LSJ)

Ion. φορή, ἡ: (φέρω):—A. as
A an act,
I (from Act.) carrying, φορᾶς.. φθόνησις οὐ γενήσεται there shall be no refusal to carry thee, S.Tr.1212; ἐν φορᾷ, i.e. in their arms, Id.Fr.327; θυρώτοιν φορᾶς payment for carrying.., IG42(1).102.305 (Epid., iv B. C.); ψήφου φορά casting one's vote, E.Supp.484, cf. Pl.Lg.949a; ἡ φορὰ καθάπερ πεττῶν movement as of the men in draughts, ib.739a.
b gestation, τριετὴς φορά cj. in IG42(1).121.10 (Epid., iv B. C.).
2 bringing in of money, payment, χρημάτων Th.1.96; δασμοῦ, δασμῶν, Pl.Lg. 706b, X.Cyr.8.6.16; αἱ ὑπόλοιποι φοραί the remaining instatments, Lys.Fr.1.4, cf. Ostr.Bodl.iii 280 (i A. D.), al.
b φορὰ ἐργάτου, = latura, perhaps a workman's pay, Glossaria (latura is also glossed φόρετρον, ibid.; also onus, sarcina, ibid.).
c fare, freight, πόση τις ἡ φορά; Eup.271, cf. Ar.Fr.300.
3 bringing forth, productiveness, καρποῦ Thphr. CP 3.14.5; opp. ἀφορία, Pl.R. 546a, cf. Arist.GA750a23; of animals, Ael.NA17.40; πτηνῶν Gp.1.8.9.
II (from Pass. φέρομαι) being borne or being carried along, motion, of the universe and heavenly bodies. ἡ.. θεία τοῦ ὄντος φορά Pl.Cra.421b, cf. Ti.39b, 81a; ἡ σύμπασα οὐρανοῦ ὁδὸς καὶ φορά Id.Lg.897c; ἡ τῶν ἄστρων φορὰ καὶ ἡλίου Id.Grg.451c; ἄστρων φοραί Id.Smp.188b; χειρῶν φορά Hp.Prog.4; σφαίρας φοραί Pl.Lg.898b; ἡ φορὰ καὶ κίνησις Id.Cra.434c, Tht.152d; χρόνος.. μέτρον φορᾶς Id.Def.411b; τύχη φ. ἀδήλου εἰς ἄδηλον ibid.; defined by Arist. as = κίνησις κατὰ τόπον, Ph.243a8, cf. GC319b32; κίνησίς ποθέν ποι Id.EN1174a30; γένεσίς ποθέν ποι Id.Cael.311b33; φορᾷ ἰέναι Pl.R. 617b; κυκλεῖσθαι.. τὴν αὐτὴν φοράν ib.a; μίαν φορὰν κινεῖται Id.Plt.269e; τό τάχος τῆς φ. Epicur.Ep.1p.10U.
2 range, φορὰ ἀκοντίου Antipho 3.2.5.
3 rapid motion, rush, πινέτω κατὰ φορὰν ἡμικοτύλιον let him drink half a cotyle at a draught, Hp.Int.35; γαστρὸς φοραί Thphr. Fragmenta 10.3.
4 of persons, impulse, ἡ τοῦ πλήθους φορά Plb.10.4.3; ἄλογος φορά Id.30.2.4; ἀκολουθήσομεν ἀλόγως ταῖς τῶν πολλῶν φ. Epicur.Nat.127 G.; πρὸς τὸν νεωτερισμόν Plu.Galb.4; παῖς.. φορᾶς μεστός Id.Them.2; στρατηγὸς μεστὸς φορᾶς Lib.Or.49.19: pl., ib.1.2; also, forceful flow of narrative, Luc.Dem.Enc.7.
b tendency, line of thought or action, κατὰ τὰς φ. τῶν Στωϊκῶν on Stoic lines, Phld.Rh.2.296 S., cf. Id.Herc.1251.19, Luc.Par.29.
5 φορὰ πραγμάτων force of circumstances, D.18.271: forceful quality, ἡ τοῦ οἴνου [ὑγρότης] φορὰ ἔχει πολλὴν καὶ δύναμιν Plu.2.132e; φορᾶς σωματικῆς εἰς ἡμᾶς γιγνομένης, of the influences of the stars, Plot.2.3.2; ἄχρις οὗ φ. γένηται, of a favourable wind, Plu.Mar. 37; favour, τοῦ βασιλέως Philostr.VS2.32.
6 time, occasion, πέντε ἢ ἓξ φορὰς τὸν μῆνα Dsc.Eup.2.2 (interpol.), cf. Tz.H.13.58.
B as a thing, that which is borne, esp.,
1 load, freight, burden, μίαν φορὰν ἐνεγκεῖν Plu.Ant.68.
2 rent, tribute, X.Cyr. 3.1.34: pl., contributions, D.21.101; φέροντα σωτηρίας φορὰν πλήρη τῇ πατρίδι Id.25.21; of the contribution to an ἔρανος, Antiph.124.9, Hyp.Ath.11; of contributions in kind, οἴνου φορὴ ἐς τὰ ψυκτήρια SIG57.44 (Milet., v B. C.).
3 that which is brought forth, fruit, produce, crop, κατανοήσας ἐλαιῶν φορὰν ἐσομένην a large crop, Arist.Pol.1259a11, cf. HA553a22,b23; σίτου φορὰ καὶ τῶν ἄλλων καρπῶν SIG 589.30 (Magn.Mae., ii B. C.); ἡ τοῦ Νείλου φορά τε καὶ αὔξησις CPHerm. 6.4 (iii A. D.): metaph., φορὰ προδοτῶν a large crop of traitors, D.18.61, D.S.16.54; ῥητόρων Aeschin.3.234; φορὰ γάρ τίς ἐστιν ἐν τοῖς γένεσιν ἀνδρῶν a succession of crops, Arist.Rh.1390b25.

German (Pape)

[Seite 1298] ἡ, 1) als Handlung, das Tragen, Bringen, Herbeibringen, Darbringen; bes. – a) das Darbringen eines Tributs, Abbezahlen einer Schuld, παρεστήσατο εἰς χαλεπήν τινα φορὰν δασμοῦ Plat. Legg. IV, 706 b; Xen. Cyr. 8, 6,16; φορὰν φέρειν, beim ἔρανος, Dem. 25, 21. – b) das Abgeben des Stimmtäfelchens bei Wahlen u. sonst, ψήφου, Eur. Suppl. 500; Plat. Legg. XII, 948 e. – c) das Hervorbringen, bes. von Feld- und Baumfrüchten, das Früchtetragen, Plat. Rep. VIII, 546 b, Gegensatz ἀφορία, u. so Sp. – d) das Heraustragen eines Todten, das Bestatten, Soph. Trach. 1202. – e) (von φέρομαι) das Dahingetragenwerden, jede schnelle Bewegung; Arist. eth. Nic. 10, 4,3 erklärt übh. κίνησις πόθεν ποῖ καὶ ταύτης διαφοραί· πτῆσις, βάδισις, ἅλσις; u. so öfter bei Plat., z. B. ἡ ξύμπασα οὐρανοῦ ὁδὸς καὶ φορά Legg. X, 897 c; καὶ κίνησις Crat. 434 c; Lauf, Schwung, ἀκοντίου Antiph. 3 β 4; dah. übh. Ungestüm, Heftigkeit, Gewalt, πραγμάτων Dem. 18, 271; καὶ βία τοῦ ἀνέμου Pol. 1, 48, 2; τοῦ ῥεύματος 4, 43, 3; τοῦ πλήθους 10, 4,3; auch von den Leidenschaften, s. Jac. Ach. Tat. 761. – 2) als Sache, das Getragene, die Tracht od. Ladung, so Viel man auf ein Mal fortbringen kann, μίαν φορὰν ἐνεγκεῖν Plut. Ant. 68; πινέτω μὴ ἀθρόον πουλύ, ἀλλὰ κατὰ φορὰν ἡμικοτύλιον, auf ein Mal, Hippocr.; – Tribut, Thuc. 1, 96 Xen. Cyr. 3, 1,34; – das Hervorgebrachte, bes. von Früchten, reichlicher Ertrag, φορᾶς τῆς βαλάνου γενομένης φορὰν καὶ τῶν θύννων εἶναι Strab. 3, 2,7 E. – Übertr. von jeder großen Menge, φορὰ προδοτῶν καὶ δωροδόκων Dem. 18, 61; D. Sic. 16, 54; φαλαγγίων Ael. H. A. 17, 40. – 3) das was fortbewegt, Zug, Plut. Mar. 37. – Nach Poll. 7, 133 bei Ar. auch = κόμιστρον.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
action de porter :
A. au propre :
I. 1 action de porter en avant, de pousser ; vent favorable;
2 action d'apporter ; particul. apport d'une redevance, paiement : φορᾶν φέρειν THC payer un impôt;
3 action d'emporter (pour ensevelir);
II. action de se porter, de mouvoir ; fig. penchant, inclination : πρός τι, ἐπί τι action de se porter vers une occupation, de s'adonner à une étude;
III. ce qui est emporté, fardeau, charge;
B. fig. action de porter, càd de produire, d'engendrer ; abs. fertilité, fécondité ; portée, production, particul. production abondante : προδοτῶν καὶ δωροδόκων DÉM provision de traîtres et de corrupteurs ; secte, école de philosophes.
Étymologie: φέρω.

Russian (Dvoretsky)

φορά:φέρω
1 ношение, несение: φορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται Soph. не будет отказа в том, чтобы понести тебя;
2 внесение, взнос (χρημάτων Thuc.; δασμῶν Xen., Plat.): φέρειν τὴν τῆς σωτηρίας φορὰν τῇ πατρίδι Dem. вносить свой вклад для спасения родины; ψήφου φ. Eur., Plat. подача голоса, голосование;
3 плодоношение (τῶν δένδρων Arst.);
4 плодовитость (φορὰ καὶ ἀφορία Plat.);
5 перемещение, (круго)вращение (τῶν ἄστρων καὶ τοῦ ἡλίου Plat.): ἡ φ. κίνησις πόθεν ποῖ (ἐστιν) Arst. перемещение есть движение из одного места в другое; φορὰ πεττῶν Plat. движение (ходы) шашечных фигур;
6 стремительный порыв, напор (ἀνέμου βία καὶ φ. Polyb.): φ. τις πραγμάτων Dem. некое давление обстоятельств, т. е. ход событий; ἡ τοῦ πλήθους φ. Polyb. настроение толпы; φ. πρὸς τὸν νεωτερισμόν Polyb. стремление к новшествам; φορᾶς μεστός Plut. полный рвения, неукротимый;
7 ноша, груз (φορὰν ἐνεγκεῖν Plut.);
8 урожай, сбор, продукция (ἐλαιῶν Arst.);
9 наплыв, множество (ῥητόρων πονηρῶν Aeschin.; προδοτῶν καὶ δωροδόκων Dem.);
10 группа единомышленников, направление, школа (ἐπὶ ταύτης εἶναι τῆς φορᾶς Sext.): μάχη φορᾶς ἀντιδόξου Luc. борьба школ (мнений).

Greek (Liddell-Scott)

φορά: ἡ, (φέρω). ― Α. ὡς πρᾶξις, Ι. (ἐκ τοῦ ἐνεργ. φέρω) τὸ φέρειν, φορᾶς... φθόνησις οὐ γενήσεται, οὐδεὶς θὰ ἀρνηθῇ νὰ σὲ φέρῃ, Σοφ. Τραχ. 1212· ἐν φορᾷ, δηλ. ἐν ταῖς ἀγκάλαις αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 303· ψήφου φ., τὸ ψηφοφορεῖν, ψηφοφορία, Εὐρ. Ἱκ. 484, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 948Ε· ἡ φ. καθάπερ πεττῶν, ἡ κίνησις ὡς ἡ τῶν πεττῶν ἐν τῷ παιγνιδίῳ, αὐτόθι 739Α. 2) ἡ κομιδὴ ἢ ἡ καταβολὴ χρημάτων ἢ φόρου, χρημάτων Θουκ. 1. 96· δασμοῦ, δασμῶν Πλάτ. Νόμ. 706Β, Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 6, 16· αἱ ὑπόλοιποι φοραὶ Λυσ. Ἀποσπ. 2. 5, πρβλ. κατωτ. Β. Ι. 2. 3) παραγωγή, πρὸς τὴν τοῦ καρποῦ φοράν, δηλ. τὴν καρποφορίαν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 5, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφορία, Πλάτ. Πολ. 546Α, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 3. 1, 15· ἐπὶ ζῴων, Αἰλ. περὶ Ζῴων 17. 40, Γεωπον. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ. φέρομαι) τὸ φέρεσθαι, κινεῖσθαι, ἐπὶ τῆς κινήσεως τῶν οὐρανίων σωμάτων, ἡ... θεία τοῦ ὄντος φ. Πλάτ. Κρατ. 421Β, πρβλ. Τίμ. 39Β, 81Α· ἡ... ξύμπασα οὐρανοῦ φ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 897C ἡ τῶν ἄστρων φ. καὶ τοῦ ἡλίου ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 451G, πρβλ. Συμπ. 188Β· ἡ φ. καὶ κίνησις ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 434C, ἐν Θεαιτ. 152D· ὁρίζεται δὲ ὑπὸ τοῦ Ἀριστοτ. ὡς κίνησις κατὰ τόπον ποῖ, Φυσ. 7. 2, 1, περὶ Οὐραν. 1. 2, 2, π. Γενέσ. κ. Φθορ. 1. 4, 6· ἢ κίνησις πόθεν ποῖ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 10. 4, 3· φορᾷ ἰέναι, κινεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 617Β, Πολιτικ. 269Ε κυκλεῖσθαι... τὴν αὐτὴν φ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 617Α. 2) ἡ ἔκτασις ἐντὸς τῆς ὁποίας κινεῖταί τι, ἡ τῶν χειρῶν φ. Ἱππ. Προγν. 38· σφαίρας φοραὶ Πλάτ. Νόμ. 898Β· ἡ φ. ἀκοντίου, ἡ γραμμὴ ἣν διατρέχει τὸ ἀκόντιον, τοῦ παιδὸς ὑπὸ τὴν τοῦ ἀκοντίου φορὰν ὑποδραμόντος Ἀντιφῶντος Τετραλογ. Βϳ, 13, Ἀπολογ. Φόνου Ἀκουσ. 4. 3) ὁρμητικὴ κίνησις, ὁρμή, Λατ. impetus, φ. πραγμάτων, ἡ βία τῶν περιστάσεων, Δημ. 316. 27· ἐπὶ κυμάτων, Φίλων 1. 14· πινέτω κατὰ φορὰν ἡμικοτύλιον, κάθε φοράν, Ἱππ. (;)· πρβλ. φέρω Β. 4) ἐπὶ προσώπων, ὁρμητικὴ κίνησις, ὁρμή, ἡ τοῦ πλήθους φ. Πολύβ. 10. 4, 3, πρβλ. 30. 2, 4· πρὸς τὸν νεωτερισμὸν Πλουτ. Γάλβ. 4· παῖς... φορᾶς μεστὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 2, πρβλ. Wytt. εἰς 2. 132D. Β. ὡς πρᾶγμα, Ι. τὸ φερόμενον. 1) φορτίον. μίαν φ. ἐνεγκεῖν Πλουτ. Ἀντών. 68. 2) εἰσφορά, Ἑλληνοταμίαι..., οἳ ἐδέχοντο τὸν φόρον· οὕτω γὰρ ὠνομάσθη τῶν χρημάτων ἡ φορὰ Θουκ. 1. 96, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 1, 34, Δημ. 547. 17· σωτηρίας φορὰν πλήρη φέροντα τῇ πατρίδι ὁ αὐτ. 776. 10· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 2, καὶ πρβλ. εἰσφορά, φόρος· οἱ Ἀθηναῖοι δὲν ἤθελον νὰ μεταχειρίζωνται τὴν λέξιν ἐπὶ τῶν ἰδίων φόρων, οὓς ἐκάλουν συντάξεις· ― προσέτι ἐπὶ εἰσφορᾶς εἰς ἔρανον, φέρομεν γὰρ ἄνθρωποι δέκα ἔρανόν τινα, οὐ φέρει δὲ τούτων τὴν φορὰν οὐδεὶς Ἀντιφάνης ἐν «Κνοιθιδεῖ ἢ Γάστρωνι» 1. 9. 3) τὸ παραγόμενον, καρπός, παραγωγή, ἐσοδεία, Λατ. proventus, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 3. 1. 15· κατανοήσας ἐλαιῶν φορὰν ἐσομένην, μεγάλην παραγωγήν, ἐσοδείαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 11, 9, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 21, 1., 22. 3 ― μεταφορ., φορὰ προδοτῶν. μέγα πλῆθος, Δημ. 245. 16, Διόδ. 16. 54· ῥητόρων Αἰσχίν. 87. 16· νόμων Πλάτ. Νόμ. 739Α. φ. γάρ τίς ἐστιν ἐν τοῖς γένεσιν ἀνδρῶν, διαδοχή, Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 2. ΙΙ. = κόμιστρον ΙΙ, ἡ ἀμοιβὴ τῆς μετακομίσεως φορτίου, κόμιστρον, πόση τις ἡ φ.; Εὔπολις ἐν «Φίλοις» 7, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. σ. 293.

English (Slater)

φορά motion στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς (sc. δελφῖνι) ?fr. 358.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α
1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση της κίνησης του (α. «η φορά του ανέμου» β. «κυκλεῖσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.)
2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῖς ὢν... φορᾱς μεστὸς εἶναι», Πλούτ.)
3. (με χρον. σημ.) σημείο ή περίοδος, περίπτωση ή κατάσταση (α. «μια φορά τον είδε μόνο και τον συμπάθησε» β. «γίνεται πρώτῃ φορᾷ πτῶσις τοῦ στρατοῦ», Θεοφάν.
γ. «πέντε ἢ ἓξ φορὰς τὸν μῆνα», Διοσκ.)
νεοελλ.
1. προπαρασκευαστική κίνηση για ρίψη ή άλμα, φόρα
2. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους δίπτερων εντόμων
3. φρ. α) «άλλη φορά» — άλλοτε, σε άλλη ώρα ή σε άλλη περίσταση ή ευκαιρία
β) «αυτή τη φορά» — σε αυτήν την περίσταση
γ) «κάθε φορά» — σε κάθε περίπτωση, εκάστοτε, οσάκις
δ) «μια φορά κι έναν καιρό»
(ως εναρκτήρια φρ. στα παραμύθια) σε κάποια περασμένη εποχή, κάποτε
ε) «άντρας μια φορά»
μτφ. άξιος να ονομάζεται άντρας, γενναίος και έντιμος
στ) «φορά σου και φορά μου»
(ως απειλή) θα έλθει και για μένα η ώρα που θα σού ανταποδώσω το κακό που μού 'κάνες
ζ) «η φορά τών πραγμάτων» — η εξέλιξη της κατάστασης
η) «φορά διανύσματος»
μαθημ. η κατεύθυνση από την αρχή προς το πέρας ενός διανύσματος, που παριστάνεται με ένα βέλος
μσν.-αρχ.
1. (για φυτά και για ζώα) καρποφορία
2. φρ. «φορά εργάτου
α) φορτίο εργάτη
β) πιθ. πληρωμή εργάτη για μεταφορά φορτίου που έκανε
αρχ.
1. μεταφορά προσώπου ή μετατόπιση αντικειμένου (α. «φορᾱς... φθόνησις οὐ γενήσεται», Σοφ.
β. «ἡ... φορὰ καθάπερ πεττῶν», Πλάτ.
γ. «εἰ δ' ἦν παρ' ὄμμα θάνατος ἐν ψήφου φορᾷ», Ευρ.)
2. πληρωμή χρηματικών οφειλών ή καταβολή δασμών, φόρων
3. παροχή αμοιβής για τη μεταφορά φορτίου, κόμιστρο
4. (με παθ. σημ.) (κυρίως για ουράνια σώματα) κίνηση, περιφορά («περὶ τὴν τῶν ἄστρων φορὰν καὶ ἡλίου καὶ σελήνης», Πλάτ.)
5. (κυριολ. και μτφ.) (για άψυχα) ορμητική κίνηση (α. «φορὰ κυμάτων», Φίλ.
β. «φοράν τινα πραγμάτων χαλεπὴν» — η βία τών περιστάσεων, Δημοσθ.)
6. το διάστημα που διανύει κινούμενο σώμα («τοῦ... παιδὸς ὑπὸ τὴν τοῦ ἀκοντίου φορὰν ὑποδραμόντος», Αντιφ.)
7. η δυναμική επίδραση διαφόρων πραγμάτων (α. «ἡ τοῦ οἴνου (ὑγρότης) φορὰν ἔχει πολλὴν καὶ δύναμιν», Πλούτ.
β. [για τους αστέρες] «φορᾱς σωματικῆς εἰς ἡμᾶς γιγνομένης», Πλωτ.)
8. η αλλαγή τών μουσικών φθόγγων κατά ανιούσα ή κατά κατιούσα κλίμακα
9. παλιρροϊκό φαινόμενο και ιδίως η άμπωτη
10. αυτό που μεταφέρεται
11. το φορτίο που μπορεί να σηκώσει κανείς με μία κίνηση («καὶ μίαν μὲν οὕτω φορὰν ἐνεγκεῖν», Πλούτ.)
12. εισφορά χρημάτων ή αντικειμένων (α. «τῶν χρημάτων ἡ φορά», Θουκ.
β. «οἴνου φορὴ ἐς τἀ ψυκτήρια», επιγρ.)
13. σοδειά, ιδίως πλούσια («ἐλαιῶν φοράν», Αριστοτ.)
14. (αττ. δίκ.) το χρηματικό ποσό που ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει μηνιαίως καθένας από του ερανιστές και το οποίο προοριζόταν για αλληλοβοήθεια τών μελών και για κάλυψη της δαπάνης τών κοινών δείπνων
15. μτφ. μεγάλο πλήθος, πληθώρα («φορὰ προδοτῶν καὶ δωροδόκων», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω.

Greek Monotonic

φορά: ἡ (φέρω
I. 1. μεταφορά, σε Σοφ.· ψήφου φορά, το να δίνω σε κάποιον την ψήφο μου, ψηφοφορία, σε Ευρ.
2. κομιδή χρημάτων, μισθός, σε Θουκ., Ξεν.
3. καρποφορία, παραγωγή, σε Πλάτ.
II. 1. (από Παθ. φέρομαι), δημιουργία ή κίνηση κατά μήκος, κίνηση, φορά, ἡ τῶν ἄστρων φορά, σε Πλάτ.
2. βιαστική κίνηση, ορμή, Λατ. impetus, σε Δημ.
III. 1. (επίσης από Παθ.), φερόμενο, φορτίο, μεταφορά, βάρος, σε Πλούτ.
2. αυτό που φέρεται ή πληρώνεται ως εισφορά ή φόρος, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.
3. αυτό που παράγεται, φρούτο, παραγωγή, καρπός, σοδειά, σε Αριστ.· μεταφ., φορὰ προδοτῶν, μεγάλο πλήθος προδοτών, σε Δημ.

Middle Liddell

φορά, ἡ, φέρω
I. a carrying, Soph.; ψήφου φ. the giving one's vote, voting, Eur.
2. a bringing in of money, payment, Thuc., Xen.
3. a bringing forth, productiveness, Plat.
II. (from Pass. φέρομαἰ a being borne or carried along, motion, movement, ἡ τῶν ἄστρων φορά Plat.
2. rapid motion, a rush, Lat. impetus, Dem.
III. (also from Pass.) that which is borne, a load, freight, burden, Plut.
2. that which is brought in or paid as rent or tribute, Thuc., Xen., etc.
3. that which is brought forth, fruit, produce, a crop, Arist.:—metaph., φορὰ προδοτῶν a large crop of traitors, Dem.

Frisk Etymology German

φορά: φόρος usw.
{phorá}
See also: s. φέρω.
Page 2,1037

English (Woodhouse)

drift, impulse, motion, movement, range, revolution, rush, tendency, trend, act of paying, action of a body in motion, distance covered, motion from one place to another, range of a missile, rate of motion, revolving motion, things, way of carrying

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

collatio, bringing together, comparison, 1.96.2, 2.72.3, 6.85.2.

Translations

revolution

Arabic Moroccan Arabic: دورة‎; Armenian: պտույտ; Asturian: revolución; Bulgarian: въртене; Catalan: revolució; Chinese Mandarin: 旋轉/旋转; Dutch: omwenteling; Finnish: kierros, pyörähdys; French: tour, révolution; Galician: revolución; German: Umdrehung; Greek: περιστροφή; Ancient Greek: περιστροφή; Hindi: परिक्रमण, भ्रमण, परिभ्रमण; Hungarian: fordulat, forgás; Indonesian: revolusi; Japanese: 回転; Kurdish Central Kurdish: خول‎; Latin: revolutio; Luxembourgish: Ëmdréiung; Malay: pusingan; Manx: cassey, çhyndaa; Maori: hurihanga, whananga; Norwegian Bokmål: rotasjon, omdreining; Nynorsk: omdreiing; Persian: گشتن‎, بازگشتن‎; Polish: obrót; Portuguese: revolução, rotação, giro; Russian: вращение, оборот; Spanish: revolución; Swahili: geuza; Swedish: rotation; Turkish: döngü; Walloon: toû; Welsh: amdro, amdroeon

rotation

Afrikaans: rotasie; Amharic: ሽክርክር; Arabic: دَوْرَة; Armenian: պտույտ; Belarusian: вярчэнне; Bulgarian: въртене; Chinese Mandarin: 迴轉, 回转, 旋轉, 旋转, 自轉, 自转; Dutch: rotatie; Finnish: pyöriminen; French: rotation; Galician: rotación; German: Rotation; Greek: περιστροφή; Ancient Greek: δίνευμα, δίνη, δίνημα, δίνησις, δῖνος, εἴλησις, ἐπιστροφή, περιαγωγή, περιδίνησις, περιστροφή, περιτροπή, περιφορά, περιχώρησις, στροφή, φορά; Hindi: घूर्णन; Indonesian: putaran, rotasi; Italian: rotazione; Japanese: 回転, 自転; Kazakh: айналу; Korean: 순환(循環); Latin: rotatio; Malay: putaran; Malayalam: തിരിയല്, ഭ്രമണം; Maori: tāwhirowhironga; Old English: ymbhwyrft, wendung; Ottoman Turkish: چرخ; Persian: چَرْخِش; Polish: obracanie; Portuguese: rotação; Russian: вращение; Spanish: rotación; Swedish: rotation; Tagalog: inog; Telugu: భ్రమణం; Thai: การหมุน; Turkish: devir, deveran, dönüş, rotasyon; Ukrainian: обертання, верті́ння

payment

Arabic: دَفْع‎; Hijazi Arabic: دَفْع‎; Armenian: վճարում; Aromanian: platã, arugã; Azerbaijani: ödəniş; Basque: ordainketa, ordaintze; Belarusian: аплата, плата, плацеж; Bulgarian: плащане, платеж; Catalan: pagament; Chinese Mandarin: 付款; Czech: platba; Danish: betaling; Dutch: betaling; Estonian: makse; Finnish: maksu; French: paiement, payement; Galician: pagamento, pago, paga; Georgian: გადასახადი; German: Bezahlung; Greek: πληρωμή; Ancient Greek: ἀπόδοσις, ἀπότισις, διευλύτησις, δόσις, ἔκτεισις, ἔκτεισμα, ἔκτισις, ἔσεισις, εὐλύτησις, εὐλύτωσις, μισθοπορία, μισθός, μισθοφορία, πώλημα, τίσις, φορά, χειροδόσιον, χρεωλύτησις; Hungarian: fizetés, kifizetés, befizetés, törlesztés, kiegyenlítés, lerovás, megfizetés; Indonesian: pembayaran; Ingrian: makso; Irish: íocaíocht; Italian: pagamento; Japanese: 支払い, 入金; Korean: 지불(支拂), 변제(辨濟); Latin: pensio; Latvian: maksājums; Lithuanian: mokėjimas; Macedonian: плаќање; Malay: bayaran; Maori: utunga; Norman: paiement; Norwegian Bokmål: betaling; Persian: پرداخت‎; Polish: zapłata, wypłata, opłata, płatność; Portuguese: pagamento; Romanian: plată, plătire; Russian: платёж, оплата, плата, уплата, выплата; Scottish Gaelic: dìoladh; Serbo-Croatian Cyrillic: плаћање; Roman: plaćanje; Slovak: platba; Slovene: plačilo; Spanish: pago; Swahili: malipo; Swedish: betalning; Telugu: చెల్లింపు; Turkish: ödeme; Ukrainian: платі́ж, плата; Urdu: ادائیگی‎; Welsh: talu