πυραμιδοειδής: Difference between revisions

(10)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyramidoeidis
|Transliteration C=pyramidoeidis
|Beta Code=puramidoeidh/s
|Beta Code=puramidoeidh/s
|Definition=ές,= foreg., <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Nat.</span> 14.5</span>.
|Definition=πυραμιδοειδές, = [[πυραμιδικός]] ([[pyramidal]]), Epicur. ''Nat.'' 14.5.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] πυραμίδας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πυραμιδοειδώς</i> Ν<br />σαν [[πυραμίδα]], με [[σχήμα]] πυραμίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυραμίς]], -ίδος <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:16, 1 March 2024

English (LSJ)

πυραμιδοειδές, = πυραμιδικός (pyramidal), Epicur. Nat. 14.5.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει το σχήμα πυραμίδας.
επίρρ...
πυραμιδοειδώς Ν
σαν πυραμίδα, με σχήμα πυραμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυραμίς, -ίδος + -ειδής].