πυραμιδικός
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English (LSJ)
πυραμιδική, πυραμιδικόν, pyramidal, Iamb. in Nic. p.72 P., al. Adv. πυραμιδικῶς prob. cj. in Theol.Ar.22.
Greek (Liddell-Scott)
πῡρᾰμῐδῐκός: ἡ, όν, ὁ ἔχων σχῆμα πυραμίδος, Ἰαμβλίχ. Ἀριθμ. 133.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πυραμιδικός, -ή, -όν, ΝΑ πυραμίς, -ίδος]
αυτός που έχει σχήμα πυραμίδας, πυραμιδοειδής
νεοελλ.
1. (ανατ. -ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ανατομικό σχηματισμό πυραμίδας
2. φρ. α) «πυραμιδική οδός»
(ανατ. -φυσιολ.) η κύρια φλοιονωτιαία νευρική οδός, η οποία συνίσταται από κινητικές ίνες που εκπορεύονται από τον κινητικό φλοιό του εγκεφάλου και κατέρχονται δια μέσου της έσω κάψας του, του μεσεγκεφάλου και της γέφυρας στο πρόσθιο τμήμα του προμήκους μυελού, όπου σχηματίζουν δεξιά και αριστερά από την πρόσθια μέση τις πυραμίδες
β) «πυραμιδικό σύνδρομο»
ιατρ. σύνολο συμπτωμάτων που ακολουθούν τη διακοπή της πυραμιδικής οδού, όπως είναι λ.χ. η παράλυση ή πάρεση, η σπαστική υπερτονία, η ενίσχυση των οστεοτενόντιων αντανακλαστικών, οι μεταβολές τών δερματικών αντανακλαστικών.
επίρρ...
πυραμιδικώς / πυραμιδικῶς ΝΑ
με πυραμιδικό τρόπο.