αγκιδωτός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που έχει αγκίδες, ο [[ακιδωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀκιδωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀκίς]].
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που έχει αγκίδες, ο [[ακιδωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀκιδωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀκίς]].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που έχει αγκίδες, ο ακιδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀκιδωτός < ἀκίς.