ἀκίς
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, (cf. ἀκή A)
A pointed object; hence, needle, Hp.Int. 41; splinter, Id.Epid.5.46; πετροτόμος ἀκίς, of a chisel, APl.4.221 (Theaet.).
2 barb of an arrow or hook, βελῶν Plu.Demetr.20; ἀγκίστρου AP6.5 (Phil.).
3 arrow, dart, Ar.Pax443, Mnesim.7, Opp.H.5.151.
4 metaph., ἔρως.. ἡ φρενῶν ἀ. Tim.Com.2; πόθων ἀκίδες = stings of desire, AP12.76 (Mel.): in plural, sharp pains, acute pains, Aret.SD2.4.
II surgical bandage, Gal.18(1).823.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Prosodia: [ᾰκῐ-]
I 1 punta c. gen. καλάμων AP 6.66 (Paul.Sil.)
• esp. de armas βελῶν Plu.Demetr.20, ἀγκίστρων ... ἀκίδες = anzuelos, AP 6.5 (Phil.), τοξεύματα ἄπτερα ἄνευ ἀκίδων SEG 46.185.9 (Ática IV a.C.), cf. Hp.Epid.5.46, Poll.2.88, sin gen. κέντρῳ ἀκίδος τριγώνου ... κεντέειν ref. algún instrumento puntiagudo usado en ciruj., Hp.Int.41
• flecha, dardo Ar.Pax 443, ἀκίδες Κρητικαί Mnesim.7.5, ἀκίσι διπλαῖς ἐχρῶντο D.C.36.5.2
• arma arrojadiza Gr.Nyss.Steph.1.81.13, cf. ἐδόκει οἱ ὁ θεὸς τὰν ἀκίδα ἐξελεῖν ἐκ τοῦ πλεύμονος IG 42.122.58 (IV a.C.)
• arpón τῇ τριαίνῃ ἢ τῇ ἀκίδι Ael.NA 1.18, cf. Opp.H.5.151
• fig. dardo, aguijón, acicate πόθων ἀκίδες AP 12.76 (Mel.), Ἔρως ... ἡ φρενῶν ἀ. Tim.Com.2, ὀφθαλμῶν LXX Ib.16.10.
2 cincel πετρότομος ἀκίς AP 16.221 (Theaet.Schol.).
3 fig. plu. punzadas, dolores agudos κύστιος Aret.SD 2.4.4
• preocupación Seru.Aen.1.720.
II un tipo de vendaje Gal.18(1).823.
• Etimología: Deriv. de *ak-, *ok-, cf. ἄκων, -οντος, ὁ.
German (Pape)
[Seite 73] ίδος, ἡ (ἀκή), Spitze, Stachel, oft bei Hippocr.; βέλους, Pfeilspitze, Plut. Demetr. 20; vgl. Crass. 25; καλάμων, des Schreibrohrs, Paul. Sil. 52 (VI, 66); Schiffsschnabel, Diod. Sic. 13, 99; Harpune, Opp. H. 5, 151; Pfeile des Eros, Ant. Th. 53 (Plan. 213); Archi. 1 (V, 58); πόθων, Stachel der Sehnsucht, Mel. 17 (XII, 70). Bei Sp. Mad. auch eine Binde.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 pointe de javelot;
2 harpon.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu.
Russian (Dvoretsky)
ἀκίς: ίδος ἡ
1 острие, наконечник (βέλους Plut.; ἀγκίστρου Anth.);
2 стрела, дротик Arph. (перен. πόθων ἀκίδες Anth.);
3 мор. нос, клюв (τῆς τριήρους Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκίς: -ίδος, ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι) = αἰχμή, ὀξὺ πρᾶγμα, Ἱππ. 554, 44, «ἀκίδα», «ἀγκίδα», ὁ αὐτ. 1153Ε: τὸ ἔμβολον νεώς, Διόδ. 13. 99. 2) τὰ ἑκατέρωθεν ὀξέα ἄκρα βέλους ἢ ἀγκίστρου, Λατ. cuspis, βέλους, Πλουτ. Δημήτρ. 20., ἀγκίστρου Ἀνθ. Π. 6. 5: ― βέλος, ἀκόντιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 443., Μνησίμ. ἐν «Φιλίππῳ» 1, Ὀππ. Ἁλ. 5.151. 3) μεταφ., ἔρως ... ἡ φρενῶν ἀκίς, Τιμόθ. Ἄδηλα 2· πόθων ἀκίδες, τὰ κέντρα τῆς ἐπιθυμίας, Ἀνθ. Π. 12. 76: ὡσαύτως πόνοι δριμεῖς, νυγμοί, Ἀρεταῖος περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4. ΙΙ. χειρουργικὸς ἐπίδεσμος, Γαλην.
Greek Monolingual
ἀκὶς (-ίδος), η (Α)
βλ. ακίδα.
Greek Monotonic
ἀκίς: -ίδος, ἡ (ἀκή I),
1. αιχμή, ακίδα βέλους ή γάντζος, αγκίστρι, τσιγκέλι, σε Πλούτ., Ανθ.· βέλος, ακόντιο, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., πόθων ἀκίδες, τα κεντρίσματα της επιθυμίας, σε Ανθ.
Middle Liddell
[ἀκή I]
1. a point, the barb of an arrow or hook, Plut., Anth.:—an arrow, dart, Ar.
2. metaph., πόθων ἀκίδες the stings of desire, Anth.