ἀκίς

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκῐ́ς Medium diacritics: ἀκίς Low diacritics: ακίς Capitals: ΑΚΙΣ
Transliteration A: akís Transliteration B: akis Transliteration C: akis Beta Code: a)ki/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, (cf. ἀκή A)
A pointed object; hence, needle, Hp.Int. 41; splinter, Id.Epid.5.46; πετροτόμος ἀκίς, of a chisel, APl.4.221 (Theaet.).
2 barb of an arrow or hook, βελῶν Plu.Demetr.20; ἀγκίστρου AP6.5 (Phil.).
3 arrow, dart, Ar.Pax443, Mnesim.7, Opp.H.5.151.
4 metaph., ἔρως.. ἡ φρενῶν ἀ. Tim.Com.2; πόθων ἀκίδες = stings of desire, AP12.76 (Mel.): in plural, sharp pains, acute pains, Aret.SD2.4.
II surgical bandage, Gal.18(1).823.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
• Prosodia: [ᾰκῐ-]
I 1 punta c. gen. καλάμων AP 6.66 (Paul.Sil.)
esp. de armas βελῶν Plu.Demetr.20, ἀγκίστρων ... ἀκίδες = anzuelos, AP 6.5 (Phil.), τοξεύματα ἄπτερα ἄνευ ἀκίδων SEG 46.185.9 (Ática IV a.C.), cf. Hp.Epid.5.46, Poll.2.88, sin gen. κέντρῳ ἀκίδος τριγώνου ... κεντέειν ref. algún instrumento puntiagudo usado en ciruj., Hp.Int.41
flecha, dardo Ar.Pax 443, ἀκίδες Κρητικαί Mnesim.7.5, ἀκίσι διπλαῖς ἐχρῶντο D.C.36.5.2
arma arrojadiza Gr.Nyss.Steph.1.81.13, cf. ἐδόκει οἱ ὁ θεὸς τὰν ἀκίδα ἐξελεῖν ἐκ τοῦ πλεύμονος IG 42.122.58 (IV a.C.)
arpón τῇ τριαίνῃ ἢ τῇ ἀκίδι Ael.NA 1.18, cf. Opp.H.5.151
fig. dardo, aguijón, acicate πόθων ἀκίδες AP 12.76 (Mel.), Ἔρως ... ἡ φρενῶν ἀ. Tim.Com.2, ὀφθαλμῶν LXX Ib.16.10.
2 cincel πετρότομος ἀκίς AP 16.221 (Theaet.Schol.).
3 fig. plu. punzadas, dolores agudos κύστιος Aret.SD 2.4.4
preocupación Seru.Aen.1.720.
II un tipo de vendaje Gal.18(1).823.
• Etimología: Deriv. de *ak-, *ok-, cf. ἄκων, -οντος, ὁ.

German (Pape)

[Seite 73] ίδος, ἡ (ἀκή), Spitze, Stachel, oft bei Hippocr.; βέλους, Pfeilspitze, Plut. Demetr. 20; vgl. Crass. 25; καλάμων, des Schreibrohrs, Paul. Sil. 52 (VI, 66); Schiffsschnabel, Diod. Sic. 13, 99; Harpune, Opp. H. 5, 151; Pfeile des Eros, Ant. Th. 53 (Plan. 213); Archi. 1 (V, 58); πόθων, Stachel der Sehnsucht, Mel. 17 (XII, 70). Bei Sp. Mad. auch eine Binde.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 pointe de javelot;
2 harpon.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu.

Russian (Dvoretsky)

ἀκίς: ίδος ἡ
1 острие, наконечник (βέλους Plut.; ἀγκίστρου Anth.);
2 стрела, дротик Arph. (перен. πόθων ἀκίδες Anth.);
3 мор. нос, клюв (τῆς τριήρους Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκίς: -ίδος, ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι) = αἰχμή, ὀξὺ πρᾶγμα, Ἱππ. 554, 44, «ἀκίδα», «ἀγκίδα», ὁ αὐτ. 1153Ε: τὸ ἔμβολον νεώς, Διόδ. 13. 99. 2) τὰ ἑκατέρωθεν ὀξέα ἄκρα βέλους ἢ ἀγκίστρου, Λατ. cuspis, βέλους, Πλουτ. Δημήτρ. 20., ἀγκίστρου Ἀνθ. Π. 6. 5: ― βέλος, ἀκόντιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 443., Μνησίμ. ἐν «Φιλίππῳ» 1, Ὀππ. Ἁλ. 5.151. 3) μεταφ., ἔρως ... ἡ φρενῶν ἀκίς, Τιμόθ. Ἄδηλα 2· πόθων ἀκίδες, τὰ κέντρα τῆς ἐπιθυμίας, Ἀνθ. Π. 12. 76: ὡσαύτως πόνοι δριμεῖς, νυγμοί, Ἀρεταῖος περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4. ΙΙ. χειρουργικὸς ἐπίδεσμος, Γαλην.

Greek Monolingual

ἀκὶς (-ίδος), η (Α)
βλ. ακίδα.

Greek Monotonic

ἀκίς: -ίδος, ἡ (ἀκή I),
1. αιχμή, ακίδα βέλους ή γάντζος, αγκίστρι, τσιγκέλι, σε Πλούτ., Ανθ.· βέλος, ακόντιο, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., πόθων ἀκίδες, τα κεντρίσματα της επιθυμίας, σε Ανθ.

Middle Liddell

[ἀκή I]
1. a point, the barb of an arrow or hook, Plut., Anth.:—an arrow, dart, Ar.
2. metaph., πόθων ἀκίδες the stings of desire, Anth.

English (Woodhouse)

sharp point

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)