αιτιώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰτιώνυμος]], -ον (Μ)<br />αυτός που πήρε το όνομά του από κάποιο [[σφάλμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰτία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνομα]].
|mltxt=[[αἰτιώνυμος]], -ον (Μ)<br />αυτός που πήρε το όνομά του από κάποιο [[σφάλμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰτία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνομα]].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

αἰτιώνυμος, -ον (Μ)
αυτός που πήρε το όνομά του από κάποιο σφάλμα του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰτία + -ώνυμος < ὄνομα.