αιτιώνυμος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

αἰτιώνυμος, -ον (Μ)
αυτός που πήρε το όνομά του από κάποιο σφάλμα του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰτία + -ώνυμος < ὄνομα.