ακόλυμβος: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκόλυμβος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[ικανός]] στην [[κολύμβηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κολυμβῶ</i>].
|mltxt=[[ἀκόλυμβος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[ικανός]] στην [[κολύμβηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κολυμβῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκόλυμβος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι ικανός στην κολύμβηση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κολυμβῶ].