κολύμβηση

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

η (AM κολύμβησις) κολυμβώ
η ψυχαγωγική και αθλητική δραστηριότητα η οποία οφείλεται στη φυσική πλευστότητα του σώματος και κατά την οποία το σώμα προωθείται μέσα στο νερό με συνδυασμό κινήσεων τών χεριών και τών ποδιών, το κολύμπικάθε καλοκαίρι στο νησί γίνονται αγώνες κολύμβησης»)
νεοελλ.
ζωολ. ενεργός προώθηση τών ζώων μέσα στο νερό ή στην επιφάνειά του.