ἀνάκειμαι: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνάκειμαι]])<br />βρίσκομαι σε κάποιον χώρο ως [[αφιέρωμα]], [[είμαι]] αφιερωμένος (ειδ. για αγάλματα «[[είμαι]] ανιδρυμένος, έχω ανεγερθεί»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θεωρούμαι ως [[έργο]] κάποιου, αποδίδομαι σ' αυτόν<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι<br /><b>3.</b> [[ξαπλώνω]] σε [[ανάκλιντρο]] για να δειπνήσω<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πᾱν ἢ [[πάντα]] ἀνάκειται ἔς τινα», τα [[πάντα]] εξαρτώνται από τη [[θέληση]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κεῖμαι]].
|mltxt=(Α [[ἀνάκειμαι]])<br />βρίσκομαι σε κάποιον χώρο ως [[αφιέρωμα]], [[είμαι]] αφιερωμένος (ειδ. για αγάλματα «[[είμαι]] ανιδρυμένος, έχω ανεγερθεί»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θεωρούμαι ως [[έργο]] κάποιου, αποδίδομαι σ' αυτόν<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι<br /><b>3.</b> [[ξαπλώνω]] σε [[ανάκλιντρο]] για να δειπνήσω<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πᾱν ἢ [[πάντα]] ἀνάκειται ἔς τινα», τα [[πάντα]] εξαρτώνται από τη [[θέληση]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κεῖμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάκειμαι:''' ποιητ. ἄγ-κειμαι, μέλ. <i>-κείσομαι</i>, λειτουργεί ως Παθ. του [[ἀνατίθημι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κείμαι]] ως [[προσφορά]] ή [[αφιέρωμα]] σε ναό, είμαι αφιερωμένος ή αφοσιωμένος, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι ορθωμένος όπως ένα [[άγαλμα]], σε Δημ., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανήκω]] ή αποδίδομαι σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αναφέρομαι σε κάποιο [[πρόσωπο]], εξαρτώμαι από τη θέλησή του, σε Ηρόδ.· πάντων ἀνακειμένων τοῖςἈθηναῖοις ἐς [[τὰς]] [[ναῦς]], εφόσον είχαν εναποθέσει όλη την [[τύχη]] τους στα πλοία, σε Θουκ.· [[ἐπί]] σοι [[τάδε]] πάντ' ἀνάκειται, σε Αριστοφ.· <i>σοὶ ἀνακείμεσθα</i>, σε Ευρ.
}}
}}