3,274,159
edits
(2) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνάκειμαι:''' ποιητ. ἄγ-κειμαι, μέλ. <i>-κείσομαι</i>, λειτουργεί ως Παθ. του [[ἀνατίθημι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κείμαι]] ως [[προσφορά]] ή [[αφιέρωμα]] σε ναό, είμαι αφιερωμένος ή αφοσιωμένος, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι ορθωμένος όπως ένα [[άγαλμα]], σε Δημ., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανήκω]] ή αποδίδομαι σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αναφέρομαι σε κάποιο [[πρόσωπο]], εξαρτώμαι από τη θέλησή του, σε Ηρόδ.· πάντων ἀνακειμένων τοῖςἈθηναῖοις ἐς [[τὰς]] [[ναῦς]], εφόσον είχαν εναποθέσει όλη την [[τύχη]] τους στα πλοία, σε Θουκ.· [[ἐπί]] σοι [[τάδε]] πάντ' ἀνάκειται, σε Αριστοφ.· <i>σοὶ ἀνακείμεσθα</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀνάκειμαι:''' ποιητ. ἄγ-κειμαι, μέλ. <i>-κείσομαι</i>, λειτουργεί ως Παθ. του [[ἀνατίθημι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κείμαι]] ως [[προσφορά]] ή [[αφιέρωμα]] σε ναό, είμαι αφιερωμένος ή αφοσιωμένος, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι ορθωμένος όπως ένα [[άγαλμα]], σε Δημ., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανήκω]] ή αποδίδομαι σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αναφέρομαι σε κάποιο [[πρόσωπο]], εξαρτώμαι από τη θέλησή του, σε Ηρόδ.· πάντων ἀνακειμένων τοῖςἈθηναῖοις ἐς [[τὰς]] [[ναῦς]], εφόσον είχαν εναποθέσει όλη την [[τύχη]] τους στα πλοία, σε Θουκ.· [[ἐπί]] σοι [[τάδε]] πάντ' ἀνάκειται, σε Αριστοφ.· <i>σοὶ ἀνακείμεσθα</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάκειμαι:''' (pass. к [[ἀνατίθημι]])<br /><b class="num">1)</b> возлежать за столом (δειπνοῦσι ἀνακείμενοι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> быть выставленным, (о статуях и т. п.) быть поставленным, воздвигнутым (ἐν τῇ ἀγορᾷ Aeschin.; βωμοὶ ἀνακείμενοι [[ὑπό]] τινος Arst.);<br /><b class="num">3)</b> культ. быть выставленным, принесенным в дар (ἐν ἱρῷ Her., Arst. и πρὸς τοῖς ἱεροῖς Lys.);<br /><b class="num">4)</b> быть посвященным (τῷ θεῷ Plat., Plut.; τῇ Ἀφροδίτῃ Theocr.);<br /><b class="num">5)</b> быть отнесенным, приписываться (εἴς τινα Her. и τινι Plut.);<br /><b class="num">6)</b> быть возложенным, порученным (τινι Plut.);<br /><b class="num">7)</b> быть связанным, зависеть (ἔς τινα и ἔς τι Her., Thuc., τινι Eur. и ἐπί τινι Arph.): πάντων ἀνακειμένων ἐς τὰς [[ναῦς]] Thuc. так как все зависело от флота; σοὶ ἀνακείμεσθα Eur. я в твоей власти;<br /><b class="num">8)</b> быть отложенным: [[ταῦτα]] εἰς [[ἄλλο]] ἀνακείσθω λόγον Plut. пусть это будет предметом особого рассмотрения;<br /><b class="num">9)</b> быть преданным (τινι Plut.). | |||
}} | }} |