3,274,216
edits
(7) |
(3) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (γεν. γάλακτος και γαλάτου) (AM [[γάλα]], γεν. γάλακτος)<br /><b>1.</b> [[έκκριμα]] του μαστού που προορίζεται για τη [[διατροφή]] τών νεογνών τών θηλαστικών<br /><b>2.</b> ο [[γαλακτώδης]] [[οπός]] της συκιάς και άλλων [[φυτών]] και καρπών<br /><b>3.</b> σπάνιο και δυσεύρετο [[πράγμα]] («του πουλιού το [[γάλα]]», «ὀρνίθων [[γάλα]]», <b>Αριστοφ.</b>, Λουκιανός)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ῥέει [[μέλι]] καὶ [[γάλα]]» — υπάρχουν άφθονα [[αγαθά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[υγρό]] [[λευκό]] σαν [[γάλα]] («[[γάλα]] για [[άσπρισμα]]» — [[ασβέστης]] διαλυμένος [[μέσα]] σε [[νερό]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γάλα]] του κουτιού» — παστεριωμένο ή συμπυκνωμένο<br />β) «[[γάλα]] [[σκόνη]]» — [[γάλα]] που έχει στερεοποιηθεί με [[τεχνικά]] [[μέσα]]<br />γ) «[[αρνί]], [[μοσχάρι]] κ.λπ. του γάλακτος» — μικρό ζώο που θηλάζει [[ακόμη]] ή το [[κρέας]] τέτοιου ζώου<br />δ) «[[μέλι]], [[γάλα]]» — σε περιπτώσεις ομόνοιας και σύμπνοιας<br />ε) «έφτυσα της μάννας μου το [[γάλα]]» — πέρασα πολλές και μεγάλες ταλαιπωρίες<br />στ) «απ' τη στέρφα [[γίδα]] βγάζει [[γάλα]]» — για κάποιον που κερδίζει και από τα ασήμαντα ή τα ανέλπιστα<br />ζ) «απ' της συκιάς το [[γάλα]]» — για μακρινή ή ανύπαρκτη [[συγγένεια]]<br /><b>μσν.</b><br />η πνευματική [[τροφή]] τών Αγίων Γραφών και της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ασπράδι]] του αβγού<br /><b>2.</b> η [[τροφός]], η [[παραμάννα]]<br /><b>3.</b> ο Γαλαξίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Ἀφροδίτης [[γάλα]]» — το [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ήδη ομηρική, που εμφανίζει τις [[εξής]] μορφές θέματος: <i>γαλακ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γαλακόχρως]]), <i>γαλακτ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γαλακτοπαγής]]), <i>γλακ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γλακώντες</i><br />μεστοί γάλακτος, πιθ. και [[γλάγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>γλακος</i>) και <i>γλακτ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γλακτοφάγος]]). Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι ανάγεται σε <i>glαkt</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γλακτοφάγος]]) > [[γάλα]] (με σίγηση τών ληκτικών κλειστών συμφώνων και [[ανάπτυξη]] του -<i>α</i>-), απ' όπου αναλογικά και η γεν. <i>γάλακτος</i> ([[αντί]] <i>γλακτός</i>). Σχετικά με την [[παρουσία]] του -<i>τ</i>- έχει [[ακόμη]] υποτεθεί ότι αρχικά υπήρχε μόνο στην ονομαστική και [[αιτιατική]] (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>yάkrt</i> «[[ήπαρ]]»), απ' όπου επεκτάθηκε και στις άλλες πτώσεις. Σύμφωνα εξάλλου με νεώτερη [[άποψη]], ως [[αρχικός]] [[τύπος]] θεωρείται το [[γλάγος]]: <i>γλαγ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>βλαγ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>mlg</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[βλέπω]] -[[γλέπω]], [[βλέφαρον]] - [[γλέφαρον]]), ασθενή μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρ. <i>melg</i>-, <i>melk</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμέλγω]]). Προφανής [[είναι]] η [[σχέση]] της λ. [[γάλα]] με το λατ. <i>lac</i> (<i>lactis</i>) «[[γάλα]]» (> μσν. ιρλ. <i>lαch</i>), [[παρά]] την [[απουσία]] του αρχικού λαρυγγικού φθόγγου -<i>g</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>glαkt</i>-). Η λ. [[γάλα]] ως α' συνθετικό σχηματίζει αξιόλογο αριθμό συνθέτων με τις μορφές <i>γαλακτ</i>(<i>ο</i>)-, <i>γαλατο</i>-, <i>γαλ</i>(<i>ο</i>)-, σπάνια δε <i>γαλακο</i>- και (με [[άλλη]] μεταπτωτική [[βαθμίδα]]) <i>γλακτο</i>-. Τέλος, ως β' συνθετικό απαντά με τις μορφές -[[γάλα]], -<i>γάλακτος</i>, -<i>γάλο</i> και σπάνια -<i>γαλος</i>, -[[γάλατος]], -[[γάλαξ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γαλακτίας]], [[γαλακτίζω]], [[γαλακτικός]], [[γαλάκτινος]], [[γαλακτίτης]], [[γαλακτώδης]], [[γαλαξίας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαλάκτιον]], [[γαλακτούμαι]], [[γάλαξ]], [[Γαλάξια]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γαλακτίς]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[γαλεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>γαλα</i>(<i>κ</i>)<i>τερός</i> και <i>γαλαχτερός</i>, [[γαλακτότητα]], [[γαλάρης]], [[γαλατάρης]], [[γαλατάς]], [[γαλατένιος]], [[γαλάτη]], [[γαλατιάζω]] και <i>γαλατσιάζω</i>, [[γαλατιανός]], [[γαλατίτσα]], [[γαλατώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[γαλαθηνός]], [[γαλακτοειδής]], [[γαλακτοπότης]], [[γαλακτοτροφία]], [[γαλακτούχος]], [[γαλακτοφάγος]], [[γαλακτοφόρος]], [[γαλακτόχρους]], <i>γαλούχος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[γαλακόχρως]], [[γαλακτοδοτώ]], [[γαλακτοπαγής]], [[γαλακτόρρυτος]], [[γαλακτουργός]], [[γαλακτουχία]], [[γαλακτοφαγώ]], [[γλακτοπαγής]], [[γλακτοφάγος]], [[γλακτοφόρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>γαλακτοτροφώ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[γαλακτοποιώ]], [[γαλακτότροφος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[γαλακτοπώλης]], [[γαλακτοτρέφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γαλαδερφός]], [[γαλακταγωγός]], [[γαλακταιμία]], [[γαλακτάλευρο]], <i>γαλακτοαραιόμετρο</i>, <i>γαλακτοβιομηχανία</i>, <i>γαλακτοβουτυρόμετρο</i>, [[γαλακτογόνος]], [[γαλακτοδίαιτα]], [[γαλακτοδοχείο]], [[γαλακτοθεραπεία]], [[γαλακτοκήλη]], [[γαλακτοκόμος]], [[γαλακτόκονις]], [[γαλακτόλιθος]], [[γαλακτολογία]], [[γαλακτομέτρηση]] και <i>γαλακτομετρία</i>, [[γαλακτόμετρο]], [[γαλακτοπαραγωγή]], [[γαλακτοπαραγωγός]], [[γαλακτοποιός]], <i>γαλακτοπυκνόμετρο</i>, [[γαλακτόρροια]], [[γαλακτοσάκχαρο]], <i>γαλακτοστασία</i>, [[γαλακτοσκόπηση]] και <i>γαλακτοσκοπία</i>, [[γαλακτοφορίτιδα]], [[γαλάλιθος]], [[γαλαντλία]], <i>γαλα</i>(<i>κ</i>)<i>τομπούρεκο</i> και [[γαλατομπούρεκο]], <i>Γαλατόπεφτη</i>, [[γαλατόπετρα]], [[γαλατόπιττα]] και [[γαλόπιττα]], [[γαλατοτύρι]], [[γαλατόχαντρα]], [[γαλατόχοντρος]], [[γαλατόχορτο]], [[γαλομέτρα]], [[γαλόρυζο]], [[γαλοτύρι]].(Β' συνθετικό: -[[γάλα]]), [[αφρόγαλα]], [[πρωτόγαλα]], [[τυρόγαλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οινόγαλα]], [[οξύγαλα]], <i>ῳόγαλα</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμυγδαλόγαλα]], <i>αμυλόγαλα</i>, [[ανθόγαλα]], [[ασβεστόγαλα]], [[βουτυρόγαλα]], <i>κατσικόγαλα</i>, <i>μαννόγαλα</i>, <i>νερόγαλα</i>, [[ξινόγαλα]], <i>πρόσγαλα</i>, <i>συκόγαλα</i>.(Β' συνθετικό: -<i>γάλακτος</i>) [[αγάλακτος]], [[πολυγάλακτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>απογάλακτος</i>, <i>αρτιγάλακτος</i>, [[ευγάλακτος]], [[λιπογάλακτος]], [[συγγάλακτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ομογάλακτος]].(Β' συνθετικό: -<i>γαλο</i>) <b>νεοελλ.</b> [[αγελαδόγαλο]], <i>αθόγαλο</i>, <i>αφρόγαλο</i>, <i>γαϊδουρόγαλο</i>, <i>μαννόγαλο</i>, <i>ξινόγαλο</i>, [[πρόσγαλο]], <i>πρωτόγαλο</i>, [[ρυζόγαλο]], [[τυρόγαλο]].(Β' συνθετικό: -[[γάλατος]], -<i>γαλος</i>) <b>αρχ.</b> [[πολύγαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγάλατος]], [[άγαλος]], <i>γλυκογάλατος</i>·(Β' συνθετικό: -[[γάλαξ]]) <b>αρχ.</b> [[αγάλαξ]], <i>αρτιγάλαξ</i>, [[νεογάλαξ]]. | |mltxt=το (γεν. γάλακτος και γαλάτου) (AM [[γάλα]], γεν. γάλακτος)<br /><b>1.</b> [[έκκριμα]] του μαστού που προορίζεται για τη [[διατροφή]] τών νεογνών τών θηλαστικών<br /><b>2.</b> ο [[γαλακτώδης]] [[οπός]] της συκιάς και άλλων [[φυτών]] και καρπών<br /><b>3.</b> σπάνιο και δυσεύρετο [[πράγμα]] («του πουλιού το [[γάλα]]», «ὀρνίθων [[γάλα]]», <b>Αριστοφ.</b>, Λουκιανός)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ῥέει [[μέλι]] καὶ [[γάλα]]» — υπάρχουν άφθονα [[αγαθά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[υγρό]] [[λευκό]] σαν [[γάλα]] («[[γάλα]] για [[άσπρισμα]]» — [[ασβέστης]] διαλυμένος [[μέσα]] σε [[νερό]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γάλα]] του κουτιού» — παστεριωμένο ή συμπυκνωμένο<br />β) «[[γάλα]] [[σκόνη]]» — [[γάλα]] που έχει στερεοποιηθεί με [[τεχνικά]] [[μέσα]]<br />γ) «[[αρνί]], [[μοσχάρι]] κ.λπ. του γάλακτος» — μικρό ζώο που θηλάζει [[ακόμη]] ή το [[κρέας]] τέτοιου ζώου<br />δ) «[[μέλι]], [[γάλα]]» — σε περιπτώσεις ομόνοιας και σύμπνοιας<br />ε) «έφτυσα της μάννας μου το [[γάλα]]» — πέρασα πολλές και μεγάλες ταλαιπωρίες<br />στ) «απ' τη στέρφα [[γίδα]] βγάζει [[γάλα]]» — για κάποιον που κερδίζει και από τα ασήμαντα ή τα ανέλπιστα<br />ζ) «απ' της συκιάς το [[γάλα]]» — για μακρινή ή ανύπαρκτη [[συγγένεια]]<br /><b>μσν.</b><br />η πνευματική [[τροφή]] τών Αγίων Γραφών και της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ασπράδι]] του αβγού<br /><b>2.</b> η [[τροφός]], η [[παραμάννα]]<br /><b>3.</b> ο Γαλαξίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Ἀφροδίτης [[γάλα]]» — το [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ήδη ομηρική, που εμφανίζει τις [[εξής]] μορφές θέματος: <i>γαλακ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γαλακόχρως]]), <i>γαλακτ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γαλακτοπαγής]]), <i>γλακ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γλακώντες</i><br />μεστοί γάλακτος, πιθ. και [[γλάγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>γλακος</i>) και <i>γλακτ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γλακτοφάγος]]). Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι ανάγεται σε <i>glαkt</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γλακτοφάγος]]) > [[γάλα]] (με σίγηση τών ληκτικών κλειστών συμφώνων και [[ανάπτυξη]] του -<i>α</i>-), απ' όπου αναλογικά και η γεν. <i>γάλακτος</i> ([[αντί]] <i>γλακτός</i>). Σχετικά με την [[παρουσία]] του -<i>τ</i>- έχει [[ακόμη]] υποτεθεί ότι αρχικά υπήρχε μόνο στην ονομαστική και [[αιτιατική]] (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>yάkrt</i> «[[ήπαρ]]»), απ' όπου επεκτάθηκε και στις άλλες πτώσεις. Σύμφωνα εξάλλου με νεώτερη [[άποψη]], ως [[αρχικός]] [[τύπος]] θεωρείται το [[γλάγος]]: <i>γλαγ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>βλαγ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>mlg</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[βλέπω]] -[[γλέπω]], [[βλέφαρον]] - [[γλέφαρον]]), ασθενή μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρ. <i>melg</i>-, <i>melk</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμέλγω]]). Προφανής [[είναι]] η [[σχέση]] της λ. [[γάλα]] με το λατ. <i>lac</i> (<i>lactis</i>) «[[γάλα]]» (> μσν. ιρλ. <i>lαch</i>), [[παρά]] την [[απουσία]] του αρχικού λαρυγγικού φθόγγου -<i>g</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>glαkt</i>-). Η λ. [[γάλα]] ως α' συνθετικό σχηματίζει αξιόλογο αριθμό συνθέτων με τις μορφές <i>γαλακτ</i>(<i>ο</i>)-, <i>γαλατο</i>-, <i>γαλ</i>(<i>ο</i>)-, σπάνια δε <i>γαλακο</i>- και (με [[άλλη]] μεταπτωτική [[βαθμίδα]]) <i>γλακτο</i>-. Τέλος, ως β' συνθετικό απαντά με τις μορφές -[[γάλα]], -<i>γάλακτος</i>, -<i>γάλο</i> και σπάνια -<i>γαλος</i>, -[[γάλατος]], -[[γάλαξ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γαλακτίας]], [[γαλακτίζω]], [[γαλακτικός]], [[γαλάκτινος]], [[γαλακτίτης]], [[γαλακτώδης]], [[γαλαξίας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαλάκτιον]], [[γαλακτούμαι]], [[γάλαξ]], [[Γαλάξια]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γαλακτίς]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[γαλεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>γαλα</i>(<i>κ</i>)<i>τερός</i> και <i>γαλαχτερός</i>, [[γαλακτότητα]], [[γαλάρης]], [[γαλατάρης]], [[γαλατάς]], [[γαλατένιος]], [[γαλάτη]], [[γαλατιάζω]] και <i>γαλατσιάζω</i>, [[γαλατιανός]], [[γαλατίτσα]], [[γαλατώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[γαλαθηνός]], [[γαλακτοειδής]], [[γαλακτοπότης]], [[γαλακτοτροφία]], [[γαλακτούχος]], [[γαλακτοφάγος]], [[γαλακτοφόρος]], [[γαλακτόχρους]], <i>γαλούχος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[γαλακόχρως]], [[γαλακτοδοτώ]], [[γαλακτοπαγής]], [[γαλακτόρρυτος]], [[γαλακτουργός]], [[γαλακτουχία]], [[γαλακτοφαγώ]], [[γλακτοπαγής]], [[γλακτοφάγος]], [[γλακτοφόρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>γαλακτοτροφώ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[γαλακτοποιώ]], [[γαλακτότροφος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[γαλακτοπώλης]], [[γαλακτοτρέφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γαλαδερφός]], [[γαλακταγωγός]], [[γαλακταιμία]], [[γαλακτάλευρο]], <i>γαλακτοαραιόμετρο</i>, <i>γαλακτοβιομηχανία</i>, <i>γαλακτοβουτυρόμετρο</i>, [[γαλακτογόνος]], [[γαλακτοδίαιτα]], [[γαλακτοδοχείο]], [[γαλακτοθεραπεία]], [[γαλακτοκήλη]], [[γαλακτοκόμος]], [[γαλακτόκονις]], [[γαλακτόλιθος]], [[γαλακτολογία]], [[γαλακτομέτρηση]] και <i>γαλακτομετρία</i>, [[γαλακτόμετρο]], [[γαλακτοπαραγωγή]], [[γαλακτοπαραγωγός]], [[γαλακτοποιός]], <i>γαλακτοπυκνόμετρο</i>, [[γαλακτόρροια]], [[γαλακτοσάκχαρο]], <i>γαλακτοστασία</i>, [[γαλακτοσκόπηση]] και <i>γαλακτοσκοπία</i>, [[γαλακτοφορίτιδα]], [[γαλάλιθος]], [[γαλαντλία]], <i>γαλα</i>(<i>κ</i>)<i>τομπούρεκο</i> και [[γαλατομπούρεκο]], <i>Γαλατόπεφτη</i>, [[γαλατόπετρα]], [[γαλατόπιττα]] και [[γαλόπιττα]], [[γαλατοτύρι]], [[γαλατόχαντρα]], [[γαλατόχοντρος]], [[γαλατόχορτο]], [[γαλομέτρα]], [[γαλόρυζο]], [[γαλοτύρι]].(Β' συνθετικό: -[[γάλα]]), [[αφρόγαλα]], [[πρωτόγαλα]], [[τυρόγαλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οινόγαλα]], [[οξύγαλα]], <i>ῳόγαλα</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμυγδαλόγαλα]], <i>αμυλόγαλα</i>, [[ανθόγαλα]], [[ασβεστόγαλα]], [[βουτυρόγαλα]], <i>κατσικόγαλα</i>, <i>μαννόγαλα</i>, <i>νερόγαλα</i>, [[ξινόγαλα]], <i>πρόσγαλα</i>, <i>συκόγαλα</i>.(Β' συνθετικό: -<i>γάλακτος</i>) [[αγάλακτος]], [[πολυγάλακτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>απογάλακτος</i>, <i>αρτιγάλακτος</i>, [[ευγάλακτος]], [[λιπογάλακτος]], [[συγγάλακτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ομογάλακτος]].(Β' συνθετικό: -<i>γαλο</i>) <b>νεοελλ.</b> [[αγελαδόγαλο]], <i>αθόγαλο</i>, <i>αφρόγαλο</i>, <i>γαϊδουρόγαλο</i>, <i>μαννόγαλο</i>, <i>ξινόγαλο</i>, [[πρόσγαλο]], <i>πρωτόγαλο</i>, [[ρυζόγαλο]], [[τυρόγαλο]].(Β' συνθετικό: -[[γάλατος]], -<i>γαλος</i>) <b>αρχ.</b> [[πολύγαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγάλατος]], [[άγαλος]], <i>γλυκογάλατος</i>·(Β' συνθετικό: -[[γάλαξ]]) <b>αρχ.</b> [[αγάλαξ]], <i>αρτιγάλαξ</i>, [[νεογάλαξ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γάλα:''' [˘˘], τό, γεν. <i>γάλακτος</i>, σπάνια [[γάλατος]]· [[γάλα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ὀρνίθων [[γάλα]], παροιμ. [[ρήση]] για τα σπάνια και πολυτελή πράγματα, το σημερινό κοινώς λεγόμενο «του πουλιού το [[γάλα]]», σε Αριστοφ. [πιθ. √<i>ΓΛΑΚ</i> ή <i>ΓΛΑΛ</i>, πρβλ. γεν. γάλακ-τος, [[γλάγος]], και (με το <i>γ</i> να έχει εκπέσει) Λατ.[[lac]], [[lactis]]. | |||
}} | }} |