αλεξήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλεξήνωρ]], [[δωρικός]] [[τύπος]] ἀλεξάνωρ, ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βοηθά τους άνδρες<br /><b>2.</b> ως όνομα γιατρού (<i>Αλεξάνωρ οΜαχάωνος του Ασκληπιού</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλέξω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]].
|mltxt=[[ἀλεξήνωρ]], [[δωρικός]] [[τύπος]] ἀλεξάνωρ, ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βοηθά τους άνδρες<br /><b>2.</b> ως όνομα γιατρού (<i>Αλεξάνωρ οΜαχάωνος του Ασκληπιού</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλέξω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]].
}}
}}

Latest revision as of 23:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλεξήνωρ, δωρικός τύπος ἀλεξάνωρ, ο (Α)
1. αυτός που βοηθά τους άνδρες
2. ως όνομα γιατρού (Αλεξάνωρ οΜαχάωνος του Ασκληπιού).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλέξω + -ήνωρ < ἀνήρ.