γεύω: Difference between revisions

1,511 bytes added ,  30 December 2018
3
(8)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[γεύομαι]].
|mltxt=<b>βλ.</b> [[γεύομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γεύω:''' μέλ. <i>γεύσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔγευσα</i>· Μέσ. μέλ. <i>γεύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐγευσάμην</i>, υποτ. [[γεύσεται]], <i>-σόμεθα</i>, Επικ. αντί <i>-ηται</i>, <i>-ώμεθα</i>, παρακ. <i>γέγευμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[δίνω]] μια [[γεύση]] από [[κάτι]]· <i>τι</i>, σε Ηρόδ.· σπάνια, <i>τινά τι</i>, σε Ευρ.· ή <i>τινά τινος</i>, σε Πλάτ.· πρβλ. [[γευστέον]].<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>[[γεύομαι]]</i>, με Παθ. παρακ., [[γεύομαι]] ένα [[πράγμα]], με γεν. σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[απολαμβάνω]], [[χαίρομαι]], [[αισθάνομαι]]· <i>δουρὸς ἀκωκῆς</i>, <i>ὀϊστοῦ γεύσασθαι</i>, σε Όμηρ.· γευσόμεθ' [[ἀλλήλων]] ἐγχείαις, ας δοκιμάσουμε ο [[ένας]] τον [[άλλο]] με το [[δόρυ]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[γεύομαι]] τα οφέλη, τις ηδονές κάποιου πράγματος, <i>ἀρχῆς</i>, <i>ἐλευθερίης</i>, σε Ηρόδ.· είμαι [[έμπειρος]], έχω [[πείρα]] κάποιου πράγματος, <i>μόχθων</i>, <i>πένθους</i>, σε Σοφ., Ευρ. (πιθ. √<i>ΓΕΥΣ</i>, πρβλ. το Λατ. gus-tare).
}}
}}