3,277,218
edits
(8) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[γαμβρός]])<br /><b>1.</b> [[σύζυγος]] της θυγατέρας κάποιου<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]] της αδελφής<br /><b>3.</b> ο [[νιόπαντρος]] ή [[εκείνος]] που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο [[μνηστήρας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθένας]] που βρίσκεται σε [[ηλικία]] γάμου ή θέλει να παντρευτεί<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σαν θέλει η [[νύφη]] κι ο [[γαμπρός]] [[τύφλα]] νάχει ο [[πεθερός]]» — για [[κάθε]] [[ζήτημα]] οι [[αμέσως]] ενδιαφερόμενοι έχουν την κυρίαρχη [[γνώμη]]<br />β) «[[χωρίς]] γαμπρό [[γάμος]] δεν γίνεται» — [[καμιά]] [[προσπάθεια]] δεν μπορεί να αποδώσει όταν λείπουν τα απαραίτητα<br />γ) «όρσε, γαμπρέ, κουφέτα» — γι' αυτούς που ενεργούν άκαιρα ή αδέξια<br />δ) «[[γαμπρός]] υιγιός δεν γίνεται και [[νύφη]] [[θυγατέρα]]» — [[παρά]] τον στενό οικογενειακό δεσμό δεν αγαπάει [[κανείς]] τον γαμπρό ή τη [[νύφη]] του όσο την [[κόρη]] του ή τον γιο του<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[πατέρας]] της συζύγου, ο [[πεθερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>γαμ</i>-<i>β</i>-<i>ρος</i><br />[[ρίζα]] <i>γαμ</i>-, πιθ. από δισύλλ. <i>γαμε</i>- ( | |mltxt=ο (AM [[γαμβρός]])<br /><b>1.</b> [[σύζυγος]] της θυγατέρας κάποιου<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]] της αδελφής<br /><b>3.</b> ο [[νιόπαντρος]] ή [[εκείνος]] που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο [[μνηστήρας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθένας]] που βρίσκεται σε [[ηλικία]] γάμου ή θέλει να παντρευτεί<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σαν θέλει η [[νύφη]] κι ο [[γαμπρός]] [[τύφλα]] νάχει ο [[πεθερός]]» — για [[κάθε]] [[ζήτημα]] οι [[αμέσως]] ενδιαφερόμενοι έχουν την κυρίαρχη [[γνώμη]]<br />β) «[[χωρίς]] γαμπρό [[γάμος]] δεν γίνεται» — [[καμιά]] [[προσπάθεια]] δεν μπορεί να αποδώσει όταν λείπουν τα απαραίτητα<br />γ) «όρσε, γαμπρέ, κουφέτα» — γι' αυτούς που ενεργούν άκαιρα ή αδέξια<br />δ) «[[γαμπρός]] υιγιός δεν γίνεται και [[νύφη]] [[θυγατέρα]]» — [[παρά]] τον στενό οικογενειακό δεσμό δεν αγαπάει [[κανείς]] τον γαμπρό ή τη [[νύφη]] του όσο την [[κόρη]] του ή τον γιο του<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[πατέρας]] της συζύγου, ο [[πεθερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>γαμ</i>-<i>β</i>-<i>ρος</i><br />[[ρίζα]] <i>γαμ</i>-, πιθ. από δισύλλ. <i>γαμε</i>- ([[πρβλ]]. αόρ. <i>έ</i>-<i>γᾱμ</i>-<i>α</i>), [[επίθημα]] -<i>ρός</i> ([[πρβλ]]. <i>ισχυ</i>-<i>ρός</i>, <i>μακ</i>-<i>ρός</i>, <i>αιχμη</i>-<i>ρός</i>) με [[ανάπτυξη]] ευφωνικού -<i>β</i>- [[μεταξύ]] του συμπλέγματος -<i>μρ</i>- ([[πρβλ]]. <i>άμβ</i>-<i>ροτος</i>). Δεν [[είναι]] [[σαφής]] η ετυμολ. [[σχέση]] της λ. [[ούτε]] [[προς]] το ομμόριζο αρχ. ινδ. <i>jᾱmᾱtαr</i> «[[γαμπρός]]» [[ούτε]] [[προς]] τα [[γαμέω]], [[γάμος]], από τα οποία [[προφανώς]] επηρεάστηκε. Δεν [[είναι]] σαφές δηλ. [[κατά]] πόσον η ρ. <i>γαμ</i>- [[είναι]] αυτή που υπάρχει στα ελλ. [[γάμος]], [[γαμέω]] και στον τ. της αρχ. Ινδικής. Οπωσδήποτε, εμφανίζεται [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] στους τύπους που αποδίδουν την [[έννοια]] «[[γαμπρός]]» στις διάφορες γλώσσες<br />[[πρβλ]]. αβεστ. <i>zᾱmαοyα</i>- «[[αδελφός]] του γαμπρού», σανσκρ. <i>jαmi</i>- «[[συμπέθερος]]», <i>jᾱrα</i>- «[[μνηστήρας]], [[γαμπρός]]» (το <i>ᾱ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>m</i>), αλβ. <i>dhender</i>, <i>dhande</i>- «αρραβωνιασμένος», λατ. <i>gener</i> «[[γαμβρός]]», αρχ. σλαβ. <i>zetĭ</i>, λιθ. <i>žentαs</i>, λεττ. <i>znuŏts</i> ([[πρβλ]]. ελλ. [[γνωτός]] «[[γονεύς]]»). Οι βαλτικοί και σλαβικοί τύποι και ο [[αλβανικός]] ανάγονται στη [[ρίζα]] του [[γίγνομαι]]. Τέλος ο λατ. τ., αν δεν ανάγεται στην [[ίδια]] [[ρίζα]], μπορεί να σχηματίστηκε μεταγενέστερα από το <i>gigno</i>]. | ||
}} | }} |