ἔκδρομος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔκδρομος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βγαίνει έξω τρέχοντας<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἔκδρομοι</i><br />οι στρατιώτες που ξεφεύγουν από τις τάξεις τους και ορμούν στον εχθρό, οι ακροβολιστές.
|mltxt=[[ἔκδρομος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βγαίνει έξω τρέχοντας<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἔκδρομοι</i><br />οι στρατιώτες που ξεφεύγουν από τις τάξεις τους και ορμούν στον εχθρό, οι ακροβολιστές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκδρομος:''' ὁ, αυτός που ορμά έξω από τις γραμμές, [[ακροβολιστής]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}