Anonymous

ἔκδρομος: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκδρομος:''' ὁ, αυτός που ορμά έξω από τις γραμμές, [[ακροβολιστής]], σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ἔκδρομος:''' ὁ, αυτός που ορμά έξω από τις γραμμές, [[ακροβολιστής]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔκδρομος]], ὁ, [from ἐκδρᾰμεῖν, aor2 inf. of [[ἐκτρέχω]]<br />one that sallies out from the ranks, a [[skirmisher]], Thuc., Xen.
}}
}}