Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐθελοντί: Difference between revisions

From LSJ
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐθελοντί]])<br /><b>επίρρ.</b> θεληματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται πιθ. από τ. δοτικής <i>εθέλοντι</i>, με άγνωστη την [[ποσότητα]] του -<i>ι</i>].
|mltxt=(AM [[ἐθελοντί]])<br /><b>επίρρ.</b> θεληματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται πιθ. από τ. δοτικής <i>εθέλοντι</i>, με άγνωστη την [[ποσότητα]] του -<i>ι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐθελοντί:''' επίρρ., = [[ἐθελοντηδόν]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθελοντί Medium diacritics: ἐθελοντί Low diacritics: εθελοντί Capitals: ΕΘΕΛΟΝΤΙ
Transliteration A: ethelontí Transliteration B: ethelonti Transliteration C: ethelonti Beta Code: e)qelonti/

English (LSJ)

Adv.

   A = ἐθελοντηδόν, Th.8.2, Plb.2.22.5, D.S.18.53, etc.

German (Pape)

[Seite 718] = ἐθελοντήν, Thuc. 8, 2 D. Sic. 18, 53 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελοντί: ἐπίρρ., = ἐθελοντηδόν, ἐθελοντεί, Θουκ. 8. 2, Διόδ. 18. 53.

French (Bailly abrégé)

adv.
volontairement.
Étymologie: ἐθέλω.

Spanish (DGE)

adv. voluntariamente, espontáneamente ἐ. ἰτέον ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους Th.8.2, cf. Plb.2.22.5, D.S.18.53, D.C.17.7, 37.20.5, ἐ. κατώλισθον εἰς ἀπόστασιν Cyr.Al.M.71.669D.

Greek Monolingual

(AM ἐθελοντί)
επίρρ. θεληματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται πιθ. από τ. δοτικής εθέλοντι, με άγνωστη την ποσότητα του -ι].

Greek Monotonic

ἐθελοντί: επίρρ., = ἐθελοντηδόν, σε Θουκ.