Anonymous

ἐθελοντί: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐθελοντί]])<br /><b>επίρρ.</b> θεληματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται πιθ. από τ. δοτικής <i>εθέλοντι</i>, με άγνωστη την [[ποσότητα]] του -<i>ι</i>].
|mltxt=(AM [[ἐθελοντί]])<br /><b>επίρρ.</b> θεληματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται πιθ. από τ. δοτικής <i>εθέλοντι</i>, με άγνωστη την [[ποσότητα]] του -<i>ι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐθελοντί:''' επίρρ., = [[ἐθελοντηδόν]], σε Θουκ.
}}
}}