ἐκκρήμναμαι: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκκρήμναμαι]] (Α)<br />κρεμιέμαι από [[κάπου]], εξαρτιέμαι.
|mltxt=[[ἐκκρήμναμαι]] (Α)<br />κρεμιέμαι από [[κάπου]], εξαρτιέμαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκρήμναμαι:''' = [[ἐκκρέμαμαι]], με γεν., σε Ευρ.· ῥόπτρων [[χέρας]] ἐκκρημνάμεσθα, πιάνουμε το [[χερούλι]] της πόρτας με τα χέρια, στον ίδ.
}}
}}