3,274,216
edits
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκκρήμναμαι:''' = [[ἐκκρέμαμαι]], με γεν., σε Ευρ.· ῥόπτρων [[χέρας]] ἐκκρημνάμεσθα, πιάνουμε το [[χερούλι]] της πόρτας με τα χέρια, στον ίδ. | |lsmtext='''ἐκκρήμναμαι:''' = [[ἐκκρέμαμαι]], με γεν., σε Ευρ.· ῥόπτρων [[χέρας]] ἐκκρημνάμεσθα, πιάνουμε το [[χερούλι]] της πόρτας με τα χέρια, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκκρήμνᾰμαι:''' досл. вешаться, виснуть, перен. хвататься (πατρῴων πέπλων Eur.): ῥόπτρων [[χέρας]] ἐ. Eur. браться за дверные ручки. | |||
}} | }} |