ἐξεναρίζω: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξεναρίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σκυλεύω]], [[αφαιρώ]] τα όπλα σκοτωμένου αντιπάλου («τεύχεά τ' ἐξενάριξε καὶ εὐχόμενος [[ἔπος]] ηὔδα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκοτώνω]] («τὸν μὲν ἄρ' ἐξενάριξε», <b>Ησίοδ.</b>).
|mltxt=[[ἐξεναρίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σκυλεύω]], [[αφαιρώ]] τα όπλα σκοτωμένου αντιπάλου («τεύχεά τ' ἐξενάριξε καὶ εὐχόμενος [[ἔπος]] ηὔδα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκοτώνω]] («τὸν μὲν ἄρ' ἐξενάριξε», <b>Ησίοδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξενᾰρίζω:''' μέλ. <i>-ίξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξεγυμνώνω]] ή [[απογυμνώνω]] από τα όπλα του σκοτωμένο εχθρό στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τεύχεα ἐξ</i>., του αφαίρεσε τα όπλα του, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτώνω]], [[σφάζω]], σε Όμηρ.
}}
}}