Anonymous

ἐξεναρίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξενᾰρίζω:''' μέλ. <i>-ίξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξεγυμνώνω]] ή [[απογυμνώνω]] από τα όπλα του σκοτωμένο εχθρό στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τεύχεα ἐξ</i>., του αφαίρεσε τα όπλα του, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτώνω]], [[σφάζω]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἐξενᾰρίζω:''' μέλ. <i>-ίξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξεγυμνώνω]] ή [[απογυμνώνω]] από τα όπλα του σκοτωμένο εχθρό στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τεύχεα ἐξ</i>., του αφαίρεσε τα όπλα του, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτώνω]], [[σφάζω]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξενᾰρίζω:''' <b class="num">1)</b> (тж. ἐ. τεύχεα Hom.) снимать доспехи с убитого (ἐ. τινά Hom.);<br /><b class="num">2)</b> убивать в бою Hom., Hes.
}}
}}