3,274,313
edits
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐννιαίω (Α) [[ναίω]]<br /><b>1.</b> [[κατοικώ]], [[μένω]], βρίσκομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἐκεῑ χώρας [[ἀλάστωρ]] οὑμὸς ἐνναίων ἀεί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ίδια]] σημ. και το μέσ. και παθ. (α. «τῷ σφε καὶ ἰχθυοβολῆες ἁλίπλοοι ἐννάσαντο» — [[εκεί]] και οι ψαράδες που πλέουν στη [[θάλασσα]], Καλλιμ.<br />β. «[[ἔνθα]] καὶ ἐννάσθη» — όπου και αποικίστηκε, διέμεινε, Απολλ. Ρόδ.). | |mltxt=ἐννιαίω (Α) [[ναίω]]<br /><b>1.</b> [[κατοικώ]], [[μένω]], βρίσκομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἐκεῑ χώρας [[ἀλάστωρ]] οὑμὸς ἐνναίων ἀεί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ίδια]] σημ. και το μέσ. και παθ. (α. «τῷ σφε καὶ ἰχθυοβολῆες ἁλίπλοοι ἐννάσαντο» — [[εκεί]] και οι ψαράδες που πλέουν στη [[θάλασσα]], Καλλιμ.<br />β. «[[ἔνθα]] καὶ ἐννάσθη» — όπου και αποικίστηκε, διέμεινε, Απολλ. Ρόδ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνναίω:''' [[διαμένω]], ζω, [[κατοικώ]] [[εντός]], με δοτ., σε Ευρ.· ἐνν.[[ἐκεῖ]], σε Σοφ.· με αιτ. τόπου, [[κατοικώ]], σε Μόσχ. | |||
}} | }} |