ἐνελίσσω: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐνελίσσω]] και ιων. [[ἐνειλίσσω]] και αττ. ἀνελίττω)<br />[[περιτυλίγω]], [[καλύπτω]] («καὶ ὑποδεδεμένων καὶ ἀνειλιγμένων τοὺς [[πόδας]] εἰς πίλας και ἀρνακίδας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>η ενειλιγμένη</i><br />ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών [[κέντρων]] καμπυλότητας επίπεδης καμπύλης.
|mltxt=(Α [[ἐνελίσσω]] και ιων. [[ἐνειλίσσω]] και αττ. ἀνελίττω)<br />[[περιτυλίγω]], [[καλύπτω]] («καὶ ὑποδεδεμένων καὶ ἀνειλιγμένων τοὺς [[πόδας]] εἰς πίλας και ἀρνακίδας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>η ενειλιγμένη</i><br />ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών [[κέντρων]] καμπυλότητας επίπεδης καμπύλης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνελίσσω:''' Ιων. εἰλ-, μέλ. <i>-ξω</i>· [[τυλίγω]] [[κάτι]] μέσα σε [[κάτι]] [[άλλο]] — Μέσ., περιτυλίγομαι μέσα σε [[κάτι]], σε Ηρόδ.
}}
}}