ἐνελίσσω

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνελίσσω Medium diacritics: ἐνελίσσω Low diacritics: ενελίσσω Capitals: ΕΝΕΛΙΣΣΩ
Transliteration A: enelíssō Transliteration B: enelissō Transliteration C: enelisso Beta Code: e)neli/ssw

English (LSJ)

or ἐνειλίσσω,
A roll up in, σίλφιον μέλιτι Aret.CA1.6; τι εἰς ὀθόνην Gal.15.713:—Med., wrap oneself in, ἐν ἱματίῳ Hdt.2.95:—Pass., to be wrapped in, ὀλίγῳ ὄγμῳ Nic.Al.287; ἐπιστολῇ POxy. 1153.23 (i A.D.); ἐνειλιγμένος τοὺς πόδας εἰς πίλους having one's feet wrapped in... Pl.Smp. 220b.
2 wrap round, λήνεα ἠλακάτῃ Nonn. D.6.147.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐνειλ- Hdt.2.95, Aret.CA 1.6.9
I tr.
1 envolver en c. giro prep. τὸν καρπὸν (τοῦ λίνου) ... ἐς εἴριον ἐνελίξαι Hp.Mul.2.179, cf. Steril.223, (ὀστράκους) ἐς ῥάκος ἐνειλίσσων Hp.l.c., ἐνειλίττουσιν αὐτοὺς ... εἰς ὀθόνας Gal.15.713, c. dat. σίλφιον ... μέλιτι ἑφθῷ ἐνειλίξαντα Aret.l.c.
en v. med. mismo sent. (τοῦτο) ... θερμῷ ἐνελιξαμένη εἰρίῳ Hp.Mul.2.193, ἐνειλιγμένοι τοὺς πόδας εἰς πίλους Pl.Smp.220b, en v. pas., de una muestra de tela τὸ πρόσχρωμον ἐνείλικται τῇδε τῇ ἐπιστολῇ POxy.1153.23 (I d.C.).
2 enrollar λήνεα ἠλακάτῃ δ' ἐνέλισσε Nonn.D.6.147, en v. pas. ἐνειλιχθεῖσα δ' ἡ ῥάβδος ὀρθοῦται D.P.Au.3.18
en v. med., ref. un rollo de papiro AP 12.257 (Mel.).
3 encerrar del aire o el vapor, en v. pas. ser, quedar encerrado ὄγκος ἐστὶν ἢ ἔμφραξις, οἱονεῖ ἐκεῖσε ἐνειλίσσεται αὐτὸ τὸ ὑποθυμιώμενον Steph.in Hp.Aph.3.158.15, (πνεῦμα) ὀλίγῳ δ' ἐνελίσσεται ὄγμῳ Nic.Al.287.
II intr. en v. med.
1 envolverse c. giro prep. ἐν ἱματίῳ ἐνειλιξάμενος Hdt.l.c.
2 girar alrededor, dar vueltas c. dat. πάννυχος οὐρανίοις ἐνελίσσεται εἰδώλοισιν A.R.3.1004.

German (Pape)

[Seite 837] (s. ἑλίσσω), ion. u. poet. ἐνειλίσσω, att. ἐνελίττω, darin wickeln; ἐνειλιγμένος τοὺς πόδας εἰς πίλους Plat. Conv. 220 b; Sp. – Med., sich in Etwas einwickeln; ἐν ἱματίῳ ἐνειλιξάμενος εὕδει Her. 2, 95; Sp., z. B. Mel. 129 (XII, 257).

French (Bailly abrégé)

enrouler, envelopper dans, dat. ou εἴς τι;
Moy. ἐνελίσσομαι s'envelopper, ἔν τινι.
Étymologie: ἐν, ἑλίσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνελίσσω: ион. ἐνειλίσσω заворачивать, закутывать: ἐνειλιγμένος τοὺς πόδας εἰς πίλους Plat. обмотав себе ноги войлоком; med. закутываться (ἐν ἱματίῳ Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνελίσσω: καὶ Ἰων. ἐνειλίσσω, τυλίσσω τι εἴς τι, ξαίνουσα περὶ κτενὶ λήνεα κούρη ἠλακάτῃ δ’ ἐνέλισσε Νόνν. Δ. 6. 147. - Μέσ., τυλίσσομαι ἔν τινι, ἣν ἐν ἱματίῳ ἐνειλιξάμενος εὕδῃ, Ἡρόδ. 2.95. - Παθ., ὀλίγῳ δ’ ἐνελίσσεται ὁλκῷ Νικ. Ἀλ. 287· ἐνειλιγμένον τοὺς πόδας εἰς πίλους καὶ ἀρνακίδας Πλάτ. Συμπ. 220Β.

Greek Monolingual

ἐνελίσσω και ιων. ἐνειλίσσω και αττ. ἀνελίττω)
περιτυλίγω, καλύπτω («καὶ ὑποδεδεμένων καὶ ἀνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλας και ἀρνακίδας», Πλάτ.)
νεοελλ.
(μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η ενειλιγμένη
ο γεωμετρικός τόπος τών κέντρων καμπυλότητας επίπεδης καμπύλης.

Greek Monotonic

ἐνελίσσω: Ιων. εἰλ-, μέλ. -ξω· τυλίγω κάτι μέσα σε κάτι άλλο — Μέσ., περιτυλίγομαι μέσα σε κάτι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ionic εἰλ- fut. ξω
to roll up in:—Mid. to wrap oneself in, Hdt.