ἐξαναλίσκω: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαναλίσκω]] και έξαναλῶ, -όω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) [[αναλίσκω]]<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]] εντελώς, [[καταδαπανώ]], [[καταξοδεύω]] («καὶ τὰ μὲν παρ' έμοῡ ἐξανηλωμένα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξαντλώ]], [[φθείρω]]<br />(«[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ [[ἥλιος]]», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> [[καταστρέφω]] εντελώς, [[αφανίζω]] («[[οὔπω]] θέλοντος ἐξαναλῶσαι [[γένος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[καταβροχθίζω]].
|mltxt=[[ἐξαναλίσκω]] και έξαναλῶ, -όω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) [[αναλίσκω]]<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]] εντελώς, [[καταδαπανώ]], [[καταξοδεύω]] («καὶ τὰ μὲν παρ' έμοῡ ἐξανηλωμένα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξαντλώ]], [[φθείρω]]<br />(«[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ [[ἥλιος]]», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> [[καταστρέφω]] εντελώς, [[αφανίζω]] («[[οὔπω]] θέλοντος ἐξαναλῶσαι [[γένος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[καταβροχθίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξανᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-ανᾱλώσω</i>, Παθ. παρακ. <i>-ανήλωμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[καταξοδεύω]], [[κατασπαταλώ]], σε Δημ.· [[εξαντλώ]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταστρέφω]] εντελώς, [[αφανίζω]], σε Αισχύλ. — Παθ., σε Δημ.
}}
}}