ενθακώ: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(12)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐνθακῶ, -έω (Α), ἐνθακεύω (Μ) [[θακώ]]<br />[[κάθομαι]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] (α. «[[ὅταν]] θρόνοις Αἴγισθον ἐνθακοῡντ' ἴδω», <b>Σοφ.</b>) β. «ἐνθακεύων τῷ θρόνῳ», Πρόδρ.).
|mltxt=ἐνθακῶ, -έω (Α), ἐνθακεύω (Μ) [[θακώ]]<br />[[κάθομαι]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] (α. «[[ὅταν]] θρόνοις Αἴγισθον ἐνθακοῦν
τ' ἴδω», <b>Σοφ.</b>) β. «ἐνθακεύων τῷ θρόνῳ», Πρόδρ.).
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐνθακῶ, -έω (Α), ἐνθακεύω (Μ) θακώ
κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι (α. «ὅταν θρόνοις Αἴγισθον ἐνθακοῦν τ' ἴδω», Σοφ.) β. «ἐνθακεύων τῷ θρόνῳ», Πρόδρ.).