αδροσύντυχος: Difference between revisions
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br />(στην Κύπρο) αυτός που μιλά μεγαλόφωνα ή οργισμένα, αυστηρά.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο<br />(στην Κύπρο) αυτός που μιλά μεγαλόφωνα ή οργισμένα, αυστηρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αδροσυντυχαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδροσυντυχιά]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο
(στην Κύπρο) αυτός που μιλά μεγαλόφωνα ή οργισμένα, αυστηρά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδροσυντυχαίνω.
ΠΑΡ. αδροσυντυχιά].