εύκραιρος: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔκραιρος]], -ον και εὐκραίρη, -ον, επικ. τ. ἐΰκραιρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία κέρατα (α. «εὐκραίρῳ βοΐ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «εὐκραίρῳ ἀμνῷ», Οππ.)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[έμβολο]] («[[εὔκραιρος]] | |mltxt=[[εὔκραιρος]], -ον και εὐκραίρη, -ον, επικ. τ. ἐΰκραιρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία κέρατα (α. «εὐκραίρῳ βοΐ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «εὐκραίρῳ ἀμνῷ», Οππ.)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[έμβολο]] («[[εὔκραιρος]] ναῦς», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κραίρα]] «[[άκρον]], [[κεφαλή]]», λ. [[συγγενής]] [[προς]] το [[κέρας]]. | ||
}} | }} |