αιολόνωτος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αἰολόνωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ποικιλόχρωμα, πλουμιστά [[νώτα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[αἰολόνωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ποικιλόχρωμα, πλουμιστά [[νώτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰόλος]] <span style="color: red;">+</span> [[νῶτον]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
αἰολόνωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ποικιλόχρωμα, πλουμιστά νώτα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + νῶτον.