αιολόνωτος

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source

Greek Monolingual

αἰολόνωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ποικιλόχρωμα, πλουμιστά νώτα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + νῶτον.