ζωογενής: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ζωογενής]], -ές)<br />αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, [[ζωώδης]], [[θνητός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονο</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ζωογενής]], -ές)<br />αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, [[ζωώδης]], [[θνητός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. <i>μονο</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (Α ζωογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, ζωώδης, θνητός
νεοελλ.
αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γενής (< γένος), πρβλ. μονο-γενής, ομο-γενής].