3,273,735
edits
(6) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄσμενος]], -η, -ον (Α)<br />1.1. [[πάρα]] πολύ [[ευχαριστημένος]], [[περιχαρής]]<br /><b>2.</b> (με επιρρ. σημ.)<br />ευχαρίστως, με [[μεγάλη]] [[χαρά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀσμένως</i><br />ευχαρίστως, με πολλή [[χαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. φέρει το ινδοευρ. [[επίθημα]] -<i>meno</i>-, το οποίο χαρακτηρίζει στην Ελληνική τις μετοχές [[μέσης]] φωνής, [[πράγμα]] που οδήγησε στην [[υπόθεση]] ότι επρόκειτο αρχικά για [[μετοχή]], αβέβαιης όμως προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. [[άσμενος]] προέρχεται από τ. <i>Fάδ</i>-<i>σ</i>-<i>μενος</i> ([[μετοχή]] αθεμάτου σιγματικού αορίστου, η οποία εξηγεί και το -<i>σ</i> του τ.) και ότι συνδέεται με τα [[ανδάνω]], [[ήδομαι]], με τα οποία έχει στενή σημασιολογική [[συγγένεια]]. Όμως η [[υπόθεση]] αυτή προσκρούει στο [[γεγονός]] ότι δεν έχει μαρτυρηθεί το αρχικό <i>F</i>, [[καθώς]] και στην [[έλλειψη]] δασύτητας στον τ. ([[εκτός]] αν θεωρηθεί [[επικός]] ή [[ιωνικός]], ο [[οποίος]] έχει υποστεί [[ψίλωση]]). Κατ' άλλους όμως ο τ. [[άσμενος]] συνδέεται με το ρ. [[νέομαι]] «[[έρχομαι]], [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]]» και προέρχεται από <i>ņs</i>-<i>s</i>-<i>menos</i> με πρωταρχική [[σημασία]] «αυτός που έχει σωθεί, ο [[ασφαλής]]». Υποστηρίχτηκε [[τέλος]] ότι η λ. ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>as</i>- «[[παχαίνω]]», η οποία [[κατά]] μία [[υπόθεση]] αποτελεί και τη [[ρίζα]] του τ. <i>άση</i>]. | |mltxt=[[ἄσμενος]], -η, -ον (Α)<br />1.1. [[πάρα]] πολύ [[ευχαριστημένος]], [[περιχαρής]]<br /><b>2.</b> (με επιρρ. σημ.)<br />ευχαρίστως, με [[μεγάλη]] [[χαρά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀσμένως</i><br />ευχαρίστως, με πολλή [[χαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. φέρει το ινδοευρ. [[επίθημα]] -<i>meno</i>-, το οποίο χαρακτηρίζει στην Ελληνική τις μετοχές [[μέσης]] φωνής, [[πράγμα]] που οδήγησε στην [[υπόθεση]] ότι επρόκειτο αρχικά για [[μετοχή]], αβέβαιης όμως προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. [[άσμενος]] προέρχεται από τ. <i>Fάδ</i>-<i>σ</i>-<i>μενος</i> ([[μετοχή]] αθεμάτου σιγματικού αορίστου, η οποία εξηγεί και το -<i>σ</i> του τ.) και ότι συνδέεται με τα [[ανδάνω]], [[ήδομαι]], με τα οποία έχει στενή σημασιολογική [[συγγένεια]]. Όμως η [[υπόθεση]] αυτή προσκρούει στο [[γεγονός]] ότι δεν έχει μαρτυρηθεί το αρχικό <i>F</i>, [[καθώς]] και στην [[έλλειψη]] δασύτητας στον τ. ([[εκτός]] αν θεωρηθεί [[επικός]] ή [[ιωνικός]], ο [[οποίος]] έχει υποστεί [[ψίλωση]]). Κατ' άλλους όμως ο τ. [[άσμενος]] συνδέεται με το ρ. [[νέομαι]] «[[έρχομαι]], [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]]» και προέρχεται από <i>ņs</i>-<i>s</i>-<i>menos</i> με πρωταρχική [[σημασία]] «αυτός που έχει σωθεί, ο [[ασφαλής]]». Υποστηρίχτηκε [[τέλος]] ότι η λ. ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>as</i>- «[[παχαίνω]]», η οποία [[κατά]] μία [[υπόθεση]] αποτελεί και τη [[ρίζα]] του τ. <i>άση</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄσμενος:''' -η, -ον ([[ἥδομαι]], μτχ. παρακ. <i>ἡσμένος</i>)· [[πολύ]] [[ευχαριστημένος]], [[χαρούμενος]], πάντα με [[ρήμα]], <i>φύγενἄσμενος</i>, διέφυγε ευχάριστα ή ήταν [[χαρούμενος]] που είχε διαφύγει, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη</i>, πόσο χαρούμενο θα με έκανε! σε Ομήρ. Ιλ.· ἀσμένῳ δέσοι νὺξ ἀποκρύψει [[φάος]], θα [[χαρείς]] όταν η [[νύχτα]] αποκρύψει το φως, σε Αισχύλ.· επίρρ., [[ἀσμένως]], [[μετά]] χαράς, ευχάριστα, [[πρόθυμα]], στον ίδ., Ευρ.· υπερθ., [[ἀσμεναίτατα]], <i>-έστατα</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |