Anonymous

ἄσμενος: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_7)
(6)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-η, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἅ- en Pl.<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [sup. ἁσμενέστατα Pl.<i>R</i>.329c, [[ἀσμεναίτατα]] Cic.<i>Att</i>.329.1]<br /><b class="num">1</b> siempre como pred. [[contento]], [[de buen grado]] c. verb. de mov. φύγεν ἄ. ἐκ θανάτοιο <i>Il</i>.20.350, cf. <i>Od</i>.9.63, ἔφευγον ἄσμενοι τὴν ἵππον Hdt.9.52, τοὺς δ' ἐκ θαλάσσης ἀσμένους πεφευγότας E.<i>Hel</i>.398, οὐχ ἅσμενος εἶσιν [[αὐτόσε]]; Pl.<i>Phd</i>.68b, ὁ ... Σοφοκλῆς ἄ. ἔφη τὰ ἀφροδίσια ... ἀποπεφευγέναι Plu.2.788e<br /><b class="num">•</b>ἄσμενον μολεῖν γέφυραν A.<i>Pers</i>.736, ἄσμενοι ἐφοίτων παρὰ τὸν Δηιόκεα Hdt.1.96, ὡς ἦλθες ἡμῖν ἀσμένοις φιλτάτη Ar.<i>Pax</i> 582, cf. <i>Ach</i>.267, κ(ατα)βέβηκεν ἄσμ(εν)ος Timocl.14.2, ἁσμένας (<i>sc</i>. ψυχάς) εἰς τὸν λιμένα ἀπιούσας Pl.<i>R</i>.614e, cf. 620d<br /><b class="num">•</b>c. verb. de acción ἄ. δὲ τἂν ... κάμψειεν [[γόνυ]] A.<i>Pr</i>.395, (καταλλαγάς) ἀν [[ἐκεῖνος]] ποιήσαιτ' ἄ. D.1.4, αἱ πόλεις ... γελῶσιν ἄσμεναι Ar.<i>Pax</i> 540, φυτὰ προσγελάσεται ... ἄσμενα Ar.<i>Pax</i> 600, ἐκάθευδον ἄ. Lys.1.13, ἀνθρώπους ... ἀσμένους ἀπὸ ναυμαχίας ... οὐ δοκεῖν ἂν ... ὑπακοῦσαι Th.7.73, cf. Is.9.24, οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον ἄσμενοι περιεκάθισαν τὸ φρούριον LXX 2<i>Ma</i>.10.33<br /><b class="num">•</b>c. verb. de percepción ἄσμενός σ' ἰδὼν πρὸς ἀσμένας πέπτωκα σὰς παρηίδας E.<i>Io</i> 1438, ἀσμένη ... ἤκουσε X.<i>Smp</i>.9.3, ἄσμενον ὄμμα τίταινεν Nonn.<i>D</i>.39.256<br /><b class="num">•</b>c. verb. del tipo ‘encontrar’, ‘recibir’ μάντιν ἄ. εὗρεν Pi.<i>O</i>.13.74, cf. Pl.<i>Grg</i>.486d, ὑποδεξάμενον ἄσμενον τοὺς λόγους τὸν Πανιώνιον Hdt.8.106, εἴ τέ τις ἄρχειν ἄ. αἱρεθεὶς παραινεῖ Th.6.12, πρόφασιν εἴληφ' ἄ. Men.<i>Asp</i>.394, cf. 433, ἄ. ἄν σε προσεδεξάμην Plu.2.777b<br /><b class="num">•</b>c. verb. de devenir οὐκ ἂν ἐλεύθεροι γένοιντ' ἄσμενοι D.2.8, Πέρσαι ... ἄσμενοι ἐλευθεροῦντο Hdt.1.127<br /><b class="num">•</b>en constr. en dat. y gener. c. verb. cop. ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη me sería grato</i>, <i>Il</i>.14.108, ἀσμένῳ δέ σοι con agrado tuyo</i> A.<i>Pr</i>.23, ἀσμένῃ δέ μοι S.<i>Tr</i>.18, σφι ἀσμένοισι Hdt.8.14, ἦν αὐτοῖς ὁ πλοῦς ἀσμένοις X.Eph.1.12, ἀσμένῳ οἱ ἐγένετο ἡ ἐπιδημία τοῦ ἀνδρός Philostr.<i>VS</i> 521<br /><b class="num">•</b>sup. ἀσμενωτάτη [[apreciadísima]] ποίη (βουσίν) Hp.<i>Art</i>.8 (p.216)<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. sup. c. valor adverb. ἁσμενέστατα [[muy gustosamente]] ἁ. ... αὐτὸ (e.d. τἀφροδίσια) ἀπέφυγον Pl.<i>R</i>.329c, cf. 616a, [[ἀσμεναίτατα]] Cic.l.c.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[gustosamente]], [[gozosamente]] (αἱ Ἀμαζόναι) σ' ὁδηγήσουσι καὶ μάλ' ἀ. A.<i>Pr</i>.728, ἀ. ἐπὶ τὰς διαλλαγὰς ... ὥρμησαν Isoc.4.94, ἀ. ὑποδέχεσθαι X.<i>Mem</i>.3.11.10, ἀ. ἠκούσαμεν Alex.142, οὐκ ἀ. ἔμαρψεν ἐρράου σκύλος Lyc.1316, φαγὼν ἀ. <i>Vit.Fr.Pap</i>. en <i>POxy</i>.1798.44.4.7, μάλιστα ἀ. cordialmente</i> Philostr.<i>VA</i> 3.27, cf. Plu.2.82e.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Part. rel. por algunos c. la raíz *<i>su̯ād</i>- de ἥδομαι q.u., de donde *Ϝαδ-σ-μενος, aunque no hay restos de Ϝ. Tb. rel. c. νέο-μαι, de donde *<i>n̥s-s-menos</i>. Otros rel. c. mic. <i>a-se-so-si</i> de *<i>seH<sup>u̯</sup>2</i>-/*<i>sH<sup>u̯</sup>2</i>- en [[ἄση]], [[ἅδην]] q.u.
|dgtxt=-η, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἅ- en Pl.<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [sup. ἁσμενέστατα Pl.<i>R</i>.329c, [[ἀσμεναίτατα]] Cic.<i>Att</i>.329.1]<br /><b class="num">1</b> siempre como pred. [[contento]], [[de buen grado]] c. verb. de mov. φύγεν ἄ. ἐκ θανάτοιο <i>Il</i>.20.350, cf. <i>Od</i>.9.63, ἔφευγον ἄσμενοι τὴν ἵππον Hdt.9.52, τοὺς δ' ἐκ θαλάσσης ἀσμένους πεφευγότας E.<i>Hel</i>.398, οὐχ ἅσμενος εἶσιν [[αὐτόσε]]; Pl.<i>Phd</i>.68b, ὁ ... Σοφοκλῆς ἄ. ἔφη τὰ ἀφροδίσια ... ἀποπεφευγέναι Plu.2.788e<br /><b class="num">•</b>ἄσμενον μολεῖν γέφυραν A.<i>Pers</i>.736, ἄσμενοι ἐφοίτων παρὰ τὸν Δηιόκεα Hdt.1.96, ὡς ἦλθες ἡμῖν ἀσμένοις φιλτάτη Ar.<i>Pax</i> 582, cf. <i>Ach</i>.267, κ(ατα)βέβηκεν ἄσμ(εν)ος Timocl.14.2, ἁσμένας (<i>sc</i>. ψυχάς) εἰς τὸν λιμένα ἀπιούσας Pl.<i>R</i>.614e, cf. 620d<br /><b class="num">•</b>c. verb. de acción ἄ. δὲ τἂν ... κάμψειεν [[γόνυ]] A.<i>Pr</i>.395, (καταλλαγάς) ἀν [[ἐκεῖνος]] ποιήσαιτ' ἄ. D.1.4, αἱ πόλεις ... γελῶσιν ἄσμεναι Ar.<i>Pax</i> 540, φυτὰ προσγελάσεται ... ἄσμενα Ar.<i>Pax</i> 600, ἐκάθευδον ἄ. Lys.1.13, ἀνθρώπους ... ἀσμένους ἀπὸ ναυμαχίας ... οὐ δοκεῖν ἂν ... ὑπακοῦσαι Th.7.73, cf. Is.9.24, οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον ἄσμενοι περιεκάθισαν τὸ φρούριον LXX 2<i>Ma</i>.10.33<br /><b class="num">•</b>c. verb. de percepción ἄσμενός σ' ἰδὼν πρὸς ἀσμένας πέπτωκα σὰς παρηίδας E.<i>Io</i> 1438, ἀσμένη ... ἤκουσε X.<i>Smp</i>.9.3, ἄσμενον ὄμμα τίταινεν Nonn.<i>D</i>.39.256<br /><b class="num">•</b>c. verb. del tipo ‘encontrar’, ‘recibir’ μάντιν ἄ. εὗρεν Pi.<i>O</i>.13.74, cf. Pl.<i>Grg</i>.486d, ὑποδεξάμενον ἄσμενον τοὺς λόγους τὸν Πανιώνιον Hdt.8.106, εἴ τέ τις ἄρχειν ἄ. αἱρεθεὶς παραινεῖ Th.6.12, πρόφασιν εἴληφ' ἄ. Men.<i>Asp</i>.394, cf. 433, ἄ. ἄν σε προσεδεξάμην Plu.2.777b<br /><b class="num">•</b>c. verb. de devenir οὐκ ἂν ἐλεύθεροι γένοιντ' ἄσμενοι D.2.8, Πέρσαι ... ἄσμενοι ἐλευθεροῦντο Hdt.1.127<br /><b class="num">•</b>en constr. en dat. y gener. c. verb. cop. ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη me sería grato</i>, <i>Il</i>.14.108, ἀσμένῳ δέ σοι con agrado tuyo</i> A.<i>Pr</i>.23, ἀσμένῃ δέ μοι S.<i>Tr</i>.18, σφι ἀσμένοισι Hdt.8.14, ἦν αὐτοῖς ὁ πλοῦς ἀσμένοις X.Eph.1.12, ἀσμένῳ οἱ ἐγένετο ἡ ἐπιδημία τοῦ ἀνδρός Philostr.<i>VS</i> 521<br /><b class="num">•</b>sup. ἀσμενωτάτη [[apreciadísima]] ποίη (βουσίν) Hp.<i>Art</i>.8 (p.216)<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. sup. c. valor adverb. ἁσμενέστατα [[muy gustosamente]] ἁ. ... αὐτὸ (e.d. τἀφροδίσια) ἀπέφυγον Pl.<i>R</i>.329c, cf. 616a, [[ἀσμεναίτατα]] Cic.l.c.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[gustosamente]], [[gozosamente]] (αἱ Ἀμαζόναι) σ' ὁδηγήσουσι καὶ μάλ' ἀ. A.<i>Pr</i>.728, ἀ. ἐπὶ τὰς διαλλαγὰς ... ὥρμησαν Isoc.4.94, ἀ. ὑποδέχεσθαι X.<i>Mem</i>.3.11.10, ἀ. ἠκούσαμεν Alex.142, οὐκ ἀ. ἔμαρψεν ἐρράου σκύλος Lyc.1316, φαγὼν ἀ. <i>Vit.Fr.Pap</i>. en <i>POxy</i>.1798.44.4.7, μάλιστα ἀ. cordialmente</i> Philostr.<i>VA</i> 3.27, cf. Plu.2.82e.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Part. rel. por algunos c. la raíz *<i>su̯ād</i>- de ἥδομαι q.u., de donde *Ϝαδ-σ-μενος, aunque no hay restos de Ϝ. Tb. rel. c. νέο-μαι, de donde *<i>n̥s-s-menos</i>. Otros rel. c. mic. <i>a-se-so-si</i> de *<i>seH<sup>u̯</sup>2</i>-/*<i>sH<sup>u̯</sup>2</i>- en [[ἄση]], [[ἅδην]] q.u.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄσμενος]], -η, -ον (Α)<br />1.1. [[πάρα]] πολύ [[ευχαριστημένος]], [[περιχαρής]]<br /><b>2.</b> (με επιρρ. σημ.)<br />ευχαρίστως, με [[μεγάλη]] [[χαρά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀσμένως</i><br />ευχαρίστως, με πολλή [[χαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. φέρει το ινδοευρ. [[επίθημα]] -<i>meno</i>-, το οποίο χαρακτηρίζει στην Ελληνική τις μετοχές [[μέσης]] φωνής, [[πράγμα]] που οδήγησε στην [[υπόθεση]] ότι επρόκειτο αρχικά για [[μετοχή]], αβέβαιης όμως προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. [[άσμενος]] προέρχεται από τ. <i>Fάδ</i>-<i>σ</i>-<i>μενος</i> ([[μετοχή]] αθεμάτου σιγματικού αορίστου, η οποία εξηγεί και το -<i>σ</i> του τ.) και ότι συνδέεται με τα [[ανδάνω]], [[ήδομαι]], με τα οποία έχει στενή σημασιολογική [[συγγένεια]]. Όμως η [[υπόθεση]] αυτή προσκρούει στο [[γεγονός]] ότι δεν έχει μαρτυρηθεί το αρχικό <i>F</i>, [[καθώς]] και στην [[έλλειψη]] δασύτητας στον τ. ([[εκτός]] αν θεωρηθεί [[επικός]] ή [[ιωνικός]], ο [[οποίος]] έχει υποστεί [[ψίλωση]]). Κατ' άλλους όμως ο τ. [[άσμενος]] συνδέεται με το ρ. [[νέομαι]] «[[έρχομαι]], [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]]» και προέρχεται από <i>ņs</i>-<i>s</i>-<i>menos</i> με πρωταρχική [[σημασία]] «αυτός που έχει σωθεί, ο [[ασφαλής]]». Υποστηρίχτηκε [[τέλος]] ότι η λ. ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>as</i>- «[[παχαίνω]]», η οποία [[κατά]] μία [[υπόθεση]] αποτελεί και τη [[ρίζα]] του τ. <i>άση</i>].
}}
}}