καταγωνίζομαι: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταγωνίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[αντιμάχομαι]], [[καταπολεμώ]] («πάντων γοῡν αὐτὴν καταγωνιζομένων τὴν ἀλήθειαν καὶ τῶν πιθανοτήτων [[μετὰ]] τοῡ ψεύδους ταττομένων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[νικώ]] κάποιον<br /><b>4.</b> [[κερδίζω]] [[κάτι]] με αγώνα («οἱ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας», ΚΔ).
|mltxt=[[καταγωνίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[αντιμάχομαι]], [[καταπολεμώ]] («πάντων γοῡν αὐτὴν καταγωνιζομένων τὴν ἀλήθειαν καὶ τῶν πιθανοτήτων [[μετὰ]] τοῡ ψεύδους ταττομένων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[νικώ]] κάποιον<br /><b>4.</b> [[κερδίζω]] [[κάτι]] με αγώνα («οἱ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] [[εναντίον]], [[υπερισχύω]] [[έναντι]], [[κατακτώ]], [[νικώ]], σε Λουκ.· ως Παθ., καταγωνισθεὶς [[ὑπό]] τινος, στον ίδ.
}}
}}