3,274,216
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] [[εναντίον]], [[υπερισχύω]] [[έναντι]], [[κατακτώ]], [[νικώ]], σε Λουκ.· ως Παθ., καταγωνισθεὶς [[ὑπό]] τινος, στον ίδ. | |lsmtext='''κατᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] [[εναντίον]], [[υπερισχύω]] [[έναντι]], [[κατακτώ]], [[νικώ]], σε Λουκ.· ως Παθ., καταγωνισθεὶς [[ὑπό]] τινος, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατᾰγωνίζομαι:''' (fut. καταγωνίσομαι - атт. καταγωνιοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> вести борьбу, бороться (τινα и τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> одолевать, побеждать (τινα μάχαις πολλαῖς Plut.; τὰς βασιλείας NT; καταγωνισθεὶς [[ὑπό]] τινος Luc.; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.). | |||
}} | }} |