κεφαλαίος: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α κεφαλαῑος, -αία, -ον) [[κεφαλή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[κεφαλαίο]]<br />καθένα από τα μεγάλα γράμματα της αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεφάλαιος]].
|mltxt=-α, -ο (Α κεφαλαῑος, -αία, -ον) [[κεφαλή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κεφαλαίο]]<br />καθένα από τα μεγάλα γράμματα της αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεφάλαιος]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κεφαλαῑος, -αία, -ον) κεφαλή
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κεφαλαίο
καθένα από τα μεγάλα γράμματα της αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων του λόγου
αρχ.
κεφάλαιος.