κέρσαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(20)
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κέρσαι]] (Α)<br />αιολ. τ. του απρμφ. αορ. του [[κείρω]], [[αντί]] <i>κεῑραι</i>.
|mltxt=[[κέρσαι]] (Α)<br />αιολ. τ. του απρμφ. αορ. του [[κείρω]], [[αντί]] <i>κεῖραι</i>.
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek (Liddell-Scott)

κέρσαι: Αἰολ. ἀντὶ κεῖραι.

Greek Monolingual

κέρσαι (Α)
αιολ. τ. του απρμφ. αορ. του κείρω, αντί κεῖραι.