ἄτρεπτος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτρεπτος]], -ον) [[τρέπω]]<br /><b>1.</b> [[αμετάτρεπτος]], [[αμετάβλητος]]<br /><b>2.</b> [[άκαμπτος]], [[σταθερός]], [[αλύγιστος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀτρέπτως</i><br />[[χωρίς]] [[μεταβολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανεπανόρθωτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν δίνει [[σημασία]], [[αδιάφορος]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> ο [[δίχως]] δισταγμό, ο [[αδίστακτος]]<br /><b>4.</b> [[αχώνευτος]], [[άπεπτος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτρεπτος]], -ον) [[τρέπω]]<br /><b>1.</b> [[αμετάτρεπτος]], [[αμετάβλητος]]<br /><b>2.</b> [[άκαμπτος]], [[σταθερός]], [[αλύγιστος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀτρέπτως</i><br />[[χωρίς]] [[μεταβολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανεπανόρθωτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν δίνει [[σημασία]], [[αδιάφορος]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> ο [[δίχως]] δισταγμό, ο [[αδίστακτος]]<br /><b>4.</b> [[αχώνευτος]], [[άπεπτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄτρεπτος:''' -ον ([[τρέπω]]), [[ακίνητος]], [[άκαμπτος]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
}}