Anonymous

ἄτρεπτος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄτρεπτος:''' -ον ([[τρέπω]]), [[ακίνητος]], [[άκαμπτος]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''ἄτρεπτος:''' -ον ([[τρέπω]]), [[ακίνητος]], [[άκαμπτος]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄτρεπτος:''' неподвижный, неизменный (τὰ παρελθόντα πάντα Arst.; [[πρόσωπον]] Luc.; τοῦ σώματος [[ῥώμη]] Plut.): ἄ. πρός τι Plut. безразличный к чему-л.; [[χρῆσθαι]] ἀτρέπτῳ τῷ λογισμῷ πρὸς τὸ [[δεινόν]] Plut. мужественно умирать.
}}
}}