κολάπσους: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
(21) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>ιατρ.</b><br />παθοφυσιολογικός όρος που χρησιμοποιείται [[σήμερα]] στη [[βιβλιογραφία]] ως [[σχεδόν]] [[συνώνυμος]] του σοκ («α. καρδιοαγγειακό [[κολάπσους]]» β. «κυκλοφορικό [[κολάπσους]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=<b>ιατρ.</b><br />παθοφυσιολογικός όρος που χρησιμοποιείται [[σήμερα]] στη [[βιβλιογραφία]] ως [[σχεδόν]] [[συνώνυμος]] του σοκ («α. καρδιοαγγειακό [[κολάπσους]]» β. «κυκλοφορικό [[κολάπσους]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>collapsus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>collapsus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>collabor</i> «[[καταπίπτω]], [[καταρρέω]]»]. | ||
}} | }} |