κοτυλαίος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(21)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κοτυλαῑος, -αία, -ον (Μ) [[κοτύλη]]<br />αυτός που χωρεί σε μια [[κοτύλη]], σε ένα [[κύπελλο]], που [[είναι]] [[ίσος]] με μια [[κοτύλη]], [[λιγοστός]].
|mltxt=κοτυλαῖος, -αία, -ον (Μ) [[κοτύλη]]<br />αυτός που χωρεί σε μια [[κοτύλη]], σε ένα [[κύπελλο]], που [[είναι]] [[ίσος]] με μια [[κοτύλη]], [[λιγοστός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

κοτυλαῖος, -αία, -ον (Μ) κοτύλη
αυτός που χωρεί σε μια κοτύλη, σε ένα κύπελλο, που είναι ίσος με μια κοτύλη, λιγοστός.