κτέρισμα: Difference between revisions
From LSJ
(22) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κτέρισμα]]) [[κτερίζω]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b | |mltxt=το (Α [[κτέρισμα]]) [[κτερίζω]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[κτερίσματα]]<br />αντικείμενα αξίας ή αντικείμενα προσφιλή στον νεκρό όταν ζούσε, τα οποία έθαβαν οι αρχαίοι [[μαζί]] με αυτόν<br /><b>αρχ.</b><br />εναγίσματα, χοές που προσφέρονταν στον τάφο του νεκρού («εἰ πλουσίων τις τεύξεται κτερισμάτων», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 14 January 2019
Greek Monolingual
το (Α κτέρισμα) κτερίζω
συν. στον πληθ. τα κτερίσματα
αντικείμενα αξίας ή αντικείμενα προσφιλή στον νεκρό όταν ζούσε, τα οποία έθαβαν οι αρχαίοι μαζί με αυτόν
αρχ.
εναγίσματα, χοές που προσφέρονταν στον τάφο του νεκρού («εἰ πλουσίων τις τεύξεται κτερισμάτων», Ευρ.).