λαχείο: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> τυχερό [[παιχνίδι]] [[κατά]] το οποίο, [[αφού]] γίνει [[κλήρωση]] αριθμημένων δελτίων-λαχνών, όσοι έχουν [[δελτίο]]-λαχνό που φέρει τον αριθμό ο [[οποίος]] κληρώθηκε κερδίζουν ορισμένα χρηματικά ποσά ή διάφορα αντικείμενα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το αριθμημένο [[δελτίο]] με το οποίο ο κάτοχός του έχει το [[δικαίωμα]] να συμμετάσχει στην [[κλήρωση]], [[αλλά]] και το ίδιο το υπό [[κλήρωση]] [[αντικείμενο]] ή χρηματικό [[ποσό]]<br /><b>3.</b> απροσδόκητο [[κέρδος]] («μού 'ρθε [[λαχείο]] η [[κληρονομιά]]»)<br /><b>4.</b> [[υπόθεση]] της οποίας η καλή ή η κακή [[έκβαση]] εξαρτάται από την [[τύχη]] («ο [[γάμος]] [[είναι]] [[λαχείο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαχ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>λαχ</i>-<i>ον</i> του [[λαγχάνω]] «[[λαμβάνω]] με κλήρο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ραφ</i>-<i>είον</i>). Η λ. [[είναι]] πιθ. [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>loterie</i>, και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. <i>λάχειον</i>, από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> τυχερό [[παιχνίδι]] [[κατά]] το οποίο, [[αφού]] γίνει [[κλήρωση]] αριθμημένων δελτίων-λαχνών, όσοι έχουν [[δελτίο]]-λαχνό που φέρει τον αριθμό ο [[οποίος]] κληρώθηκε κερδίζουν ορισμένα χρηματικά ποσά ή διάφορα αντικείμενα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το αριθμημένο [[δελτίο]] με το οποίο ο κάτοχός του έχει το [[δικαίωμα]] να συμμετάσχει στην [[κλήρωση]], [[αλλά]] και το ίδιο το υπό [[κλήρωση]] [[αντικείμενο]] ή χρηματικό [[ποσό]]<br /><b>3.</b> απροσδόκητο [[κέρδος]] («μού 'ρθε [[λαχείο]] η [[κληρονομιά]]»)<br /><b>4.</b> [[υπόθεση]] της οποίας η καλή ή η κακή [[έκβαση]] εξαρτάται από την [[τύχη]] («ο [[γάμος]] [[είναι]] [[λαχείο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαχ</i>-, [[πρβλ]]. αόρ. <i>ἔ</i>-<i>λαχ</i>-<i>ον</i> του [[λαγχάνω]] «[[λαμβάνω]] με κλήρο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖον</i> ([[πρβλ]]. <i>ραφ</i>-<i>είον</i>). Η λ. [[είναι]] πιθ. [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>loterie</i>, και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. <i>λάχειον</i>, από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].
}}
}}