λογομάχος: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
(23) |
(5) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[λογομάχος]])<br />αυτός που μάχεται με [[λόγια]], αυτός που φιλονικεί, [[φιλόνικος]], [[εριστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο. | |mltxt=ο (Α [[λογομάχος]])<br />αυτός που μάχεται με [[λόγια]], αυτός που φιλονικεί, [[φιλόνικος]], [[εριστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λογομάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται με τα [[λόγια]] ή τις λέξεις. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
λογομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος περὶ λόγων ἢ λέξεων, Achmes Ὀνειρ. 12.
Greek Monolingual
ο (Α λογομάχος)
αυτός που μάχεται με λόγια, αυτός που φιλονικεί, φιλόνικος, εριστικός
αρχ.
αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο.
Greek Monotonic
λογομάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται με τα λόγια ή τις λέξεις.