φιλόνικος

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόνῑκος Medium diacritics: φιλόνικος Low diacritics: φιλόνικος Capitals: ΦΙΛΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: philónikos Transliteration B: philonikos Transliteration C: filonikos Beta Code: filo/nikos

English (LSJ)

φιλόνικον,
A fond of victory, contentious.
1 in bad sense, οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φ. ἄγαν Pi.O.6.19 (-νεικ- codd. vett.); φ. ἐστι πρὸς ὃ ἂν ὁρμήσῃ Pl.Prt. 336e; coupled with φιλότιμος, Id.R.545a, 582e (v.l. -νεικ-), cf. 550b; ἐπίπονον καὶ φιλόνικον καὶ φιλότιμον.. καταστήσας τὸν βίον Lys.2.16.
2 in good sense, of spirited horses, X.Eq.9.8 (Sup.): of persons, φ. πρὸς τὸ μὴ ἐλλείπεσθαι Id.Mem.2.6.5, cf. Plu.Ages.2 (Sup.); τὸ φιλόνικον = φιλονικία, ἔσῳζον τὸ φιλόνικον ἐν ταῖς ψυχαῖς X.Cyr.7.5.64. Adv. φιλονίκως = in eager rivalry, παραθεῖν Id.Cyn.6.16; φ. ἔχειν πρὸς ἀλλήλους Id.Cyr.3.3.57, 8.4.4; φ. ἔχειν πρὸς τὸ εἰδέναι Pl.Grg. 505e; opp. ἀνθρωπίνως, D.Ep.3.41. (In codd. the forms φιλόνικος, φιλονικέω, φιλονικία and φιλόνεικος, φιλονεικέω, φιλονεικία occur, without any distinction of meaning, e.g. in Isoc. we find περὶ τῶν καλλίστων ἐφιλονίκησαν 4.85, but τὰς θεὰς περὶ τοῦ κάλλους φιλονεικούσας 10.48; μὴ δύσερις ὢν... μηδὲ πρὸς πάντας φιλόνικος 1.31; τῆς πρὸς ἡμᾶς φιλονικίας 4.19, but φιλονεικία in the same sense, 12.158; φιλόνικος is implied by Arist.Rh.1389a12 (where -νεικ-, though found in good codd., as also in 1363b1, 1368b21, 1370b33, Phgn. 809b35, must be f.l.), καὶ φιλότιμοι μέν εἰσι [οἱ νέοι], μᾶλλον δὲ φιλόνικοι· ὑπεροχῆς γὰρ ἐπιθυμεῖ ἡ νεότης· ἡ δὲ νίκη ὑπεροχή τις, cf. Poll. 1.178, AB315; the compd. of φιλο- and νεῖκος would be Φιλονεικής; the sense contentious arises naturally from fond of victory; in SIG 685 (v. φιλονικία sub fin.) we have φιλονικίαν Il.12,36, and φιλονικίᾳ in OGI335.7 (Pergam., decree of Pitane, ii B. C.); -νῑκ- is also found in late documents, as POxy.157.1 (vi A. D.).)

German (Pape)

[Seite 1283] den Sieg liebend, übh. nach dem Vorrange, Vorzuge strebend; Xen. Mem. 3, 4,3; Isocr. 1, 30 nach Bekker, vulg. -νεικος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à vaincre.
Étymologie: φίλος, νίκη.

English (Slater)

φῐλόνῑκος victory-loving, aspiring οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν (Cobet, cf. Isoc., 1. 31: φιλόνεικος codd.: nam a νεῖκος dici oportebat φιλονεικής, Bergk) (O. 6.19)

Greek Monolingual

φιλόνικος και φιλόνεικος, -η, -ο / φιλόνικος και φιλόνεικος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που του αρέσει να φιλονικεί, φίλερις, καβγατζής
αρχ.
1. (με θετική σημ.) φιλότιμος («ἀντὶ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρήματοι τελευτῶντες ἐγένοντο», Πλάτ.)
2. (το ουδ
ως ουσ.) τὸ φιλόνικον και φιλόνεικον
α) φιλονικία
β) άμιλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -νικος (< νίκη), πρβλ. ἀριστόνικος. Το επίθ., όπως και τα παράγωγά του, χρησιμοποιήθηκε και με θετ. σημ. «αυτός που αγαπά τη νίκη, φιλότιμος, φιλόδοξος» και με αρνητική σημ. «αυτός που αγαπά τις έριδες». Εξαιτίας της αρνητικής σημ. μάλιστα, συχνά οι τ. φιλόνικος, φιλονικία, φιλονικῶ απαντούν και με δ. γρφ. με -ει-, κατά παρετυμολ. επίδραση της λ. νεῖκος «έριδα», από όπου όμως σχηματίζονται σύνθ. σε -νεικής > -νείκεια].

Russian (Dvoretsky)

φιλόνῑκος: жаждущий победы Arst. (часто v.l. к φιλόνεικος).

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἀγαπᾶ τή νίκη) ἐνῶ φιλόνεικος (=αὐτός πού ἀγαπᾶ τούς καυγάδες). Ἀπό τό φίλος + νίκη. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη φίλος.

Translations

quarrelsome

Bulgarian: свадлив; Czech: hádavý; Dutch: twistziek, ruzieachtig; Esperanto: kverelema; Finnish: riitaisa, räyhäkäs, toraisa; French: querelleux, querelleur; Georgian: მოჩხუბარი, ჩხუბის თავი; German: streitsüchtig, zänkisch, unverträglich, zanksüchtig, händelsüchtig, hadersüchtig, streitlustig; Greek: κακότροπος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δύσερις, δύσηρις, δυσήριστος, ἐριστικός, μαχητικός, μάχιμος, μαχιμώδης, παραθερμανθείς, στασιώδης, συμβαλλομάχος, φιλαπεχθήμων, φιλαπεχθής, φίλερις, φιλεχθής, φιλόδηρις, φιλόνεικος, φιλόνικος; Hungarian: veszekedős; Irish: achrannach, clamprach, imreasach, cointinneach, trodach, anglánta, argánta, bruíonach; Maori: pākani, tumatuma, nihoniho, pakapaka, ngaweri, toheriri, tumatuma; Norwegian Bokmål: trettekjær, kranglevoren; Nynorsk: trettekjær, kranglevoren; Polish: swarliwy, kłótliwy, awanturniczy; Scottish Gaelic: connsachail, connspaideach, dranndanach; Spanish: rijoso; Tagalog: palabangay; Welsh: cwerylgar, ffraegar, cecrus, cynhennus, ymrafaelgar, ymrysongar